συμπτύσσω: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] zusammenfalten, ein Gewand, Soph. Tr. 688; daher auch verschließen, Ggstz von [[ἀναπτύσσω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] zusammenfalten, ein Gewand, Soph. Tr. 688; daher auch verschließen, Ggstz von [[ἀναπτύσσω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=plier ensemble ; fermer, enfermer, serrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πτύσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπτύσσω''': [[πτύσσω]], διπλώνω [[ὁμοῦ]], διπλώνω καὶ θέτω κατὰ [[μέρος]], Σοφ. Τρ. 691. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνατείνομαι, Ἰωανν. Διακ. Ἀλληγ. εἰς Ἡσ. Θεογ. σ. 450. | |lstext='''συμπτύσσω''': [[πτύσσω]], διπλώνω [[ὁμοῦ]], διπλώνω καὶ θέτω κατὰ [[μέρος]], Σοφ. Τρ. 691. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνατείνομαι, Ἰωανν. Διακ. Ἀλληγ. εἰς Ἡσ. Θεογ. σ. 450. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:15, 2 October 2022
English (LSJ)
A fold together or pack together, S.Tr.691:—Pass., βλέφαρα συμπτυσσόμενα = eyelids which close, Gal.UP10.6. 2 Pass., σνμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα are folded together fan-wise, Procl.Hyp.5.115: metaph., to be implicit, be not yet unfolded, ἀριθμὸς ἔτι συνεπτυγμένος Dam.Pr.1; ἐν τῷ κέντρῳ συνέπτυκται ὁ κύκλος = in the centre the circle has been packed together ib.32, cf. Procl.Inst. 171. 3 knock in, dent, συνεπτυγμένον ἄργυρον = collisum argentum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 990] zusammenfalten, ein Gewand, Soph. Tr. 688; daher auch verschließen, Ggstz von ἀναπτύσσω.
French (Bailly abrégé)
plier ensemble ; fermer, enfermer, serrer.
Étymologie: σύν, πτύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
συμπτύσσω: πτύσσω, διπλώνω ὁμοῦ, διπλώνω καὶ θέτω κατὰ μέρος, Σοφ. Τρ. 691. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνατείνομαι, Ἰωανν. Διακ. Ἀλληγ. εἰς Ἡσ. Θεογ. σ. 450.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» — πυκνώστε τους ζυγούς)
2. στρ. (μέσ. και παθ.) συμπτύσσομαι
υποχωρώ, οπισθοχωρώ («το εκστρατευτικό σώμα έλαβε διαταγή να συμπτυχθεί»)
3. μτφ. συντομεύω («συμπτύσσω το άρθρο»)
αρχ.
1. διπλώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. ενσφηνώνω
3. φρ. α) «βλέφαρα συμπτυσσόμενα» — βλέφαρα που μπορούν να ανοιγοκλείνουν (Γαλ.)
β) «συμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα» — τα επίπεδα διπλώνουν μαζί σαν βεντάλια (Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πτύσσω «αναδιπλώνω, μαζεύω»].
Greek Monotonic
συμπτύσσω: μέλ. -ξω, διπλώνω μαζί, διπλώνω και τοποθετώ στο πλάι, συμμαζεύω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συμπτύσσω: складывать, укладывать (δῶρον κοίλῳ ζυγάστρῳ Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πτύσσω [σύν, πτύσσω] samenvouwen.