συναριθμέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mit, dazu, zusammen zählen; ψήφους, im Ggstz von [[συγχέω]], Is. 5, 18. – Pass., Plat. Phil. 23 d, Arist. eth. 1, 7, 8, Plut. Brut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mit, dazu, zusammen zählen; ψήφους, im Ggstz von [[συγχέω]], Is. 5, 18. – Pass., Plat. Phil. 23 d, Arist. eth. 1, 7, 8, Plut. Brut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compter avec <i>ou</i> ensemble, additionner;<br /><b>2</b> compter avec <i>ou</i> au nombre de, compter parmi.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀριθμέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾰριθμέω''': ἀριθμῶ [[ὁμοῦ]], συγκαταριθμῶ, τὰς ψήφους Ἰσαῖ. 52. 26· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Φίληβ. 23D, Αἰσχίν. 41. 22., 45. 19. ― Παθ., συγκαταριθμοῦμαι, ἑκατέροις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4. 5· [[ὑπολογίζομαι]], καταριθμοῦμαι, «λογαριάζομαι», ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 7, 3, ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5. 5, ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 8, ἐν Ἠθικ. Μεγ. 1. 2, 7. | |lstext='''συνᾰριθμέω''': ἀριθμῶ [[ὁμοῦ]], συγκαταριθμῶ, τὰς ψήφους Ἰσαῖ. 52. 26· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Φίληβ. 23D, Αἰσχίν. 41. 22., 45. 19. ― Παθ., συγκαταριθμοῦμαι, ἑκατέροις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4. 5· [[ὑπολογίζομαι]], καταριθμοῦμαι, «λογαριάζομαι», ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 7, 3, ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5. 5, ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 8, ἐν Ἠθικ. Μεγ. 1. 2, 7. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A reckon in, take into account, enumerate, τὰς ψήφους Is.5.18; αὐτὸ τοῖς φρενιτικοῖς σ. σημείοις Gal.16.521:—Med., Pl. Phlb.23d, Aeschin.2.101, 130:—Pass., to be counted with, ἑκατέροις Arist.Pol.1318a38; to be reckoned in, taken into account, Id.Rh.1363b19, SE167a25, EN1105b1; to be included in enumeration, ib.1097b17, MM1184a16, Thphr.Lap.29. 2 Med., join in receiving payment, POxy.1208.17 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1004] mit, dazu, zusammen zählen; ψήφους, im Ggstz von συγχέω, Is. 5, 18. – Pass., Plat. Phil. 23 d, Arist. eth. 1, 7, 8, Plut. Brut.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 compter avec ou ensemble, additionner;
2 compter avec ou au nombre de, compter parmi.
Étymologie: σύν, ἀριθμέω.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰριθμέω: ἀριθμῶ ὁμοῦ, συγκαταριθμῶ, τὰς ψήφους Ἰσαῖ. 52. 26· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Φίληβ. 23D, Αἰσχίν. 41. 22., 45. 19. ― Παθ., συγκαταριθμοῦμαι, ἑκατέροις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4. 5· ὑπολογίζομαι, καταριθμοῦμαι, «λογαριάζομαι», ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 7, 3, ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5. 5, ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 8, ἐν Ἠθικ. Μεγ. 1. 2, 7.
Greek Monotonic
σῠνᾰριθμέω: μέλ. -ήσω, αριθμώ μαζί, συνυπολογίζω, απαριθμώ, προσμετρώ, σε Ισαίο· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. — Παθ., αριθμούμαι, απαριθμούμαι μαζί με άλλους, συνυπολογίζομαι, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰριθμέω: тж. med.
1) сосчитывать, пересчитывать (ψήφους Isae.): συναριθμούμενος Arst. составной, сложный;
2) перечислять (τὰ προστεταγμένα Aeschin.);
3) присчитывать, принимать во внимание: μὴ σύναριθμουμένου τινός Arst. не принимая в соображение чего-л.;
4) причислять: ἐν Βρούτοις συναριθμεῖσθαι Plut. оказаться в числе таких людей, как Брут.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾰριθμέω mee laten tellen, in de berekening meenemen, zowel act. als med.; met dat. meetellen bij, optellen bij.
Middle Liddell
fut. ήσω
to reckon in, to take into the account, enumerate, Isae.; so in Mid., Aeschin.:—Pass. to be counted with others, to be taken into account, Arist.