συνεπεισπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sunepeispi/ptw | |Beta Code=sunepeispi/ptw | ||
|Definition=[[rush in upon together]], εἰς πόλιν ἅμα τινί <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>17</span>. | |Definition=[[rush in upon together]], εἰς πόλιν ἅμα τινί <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>17</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire ensemble irruption.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπεισπίπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπεισπίπτω''': ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]] [[ὁμοῦ]], εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8. | |lstext='''συνεπεισπίπτω''': ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]] [[ὁμοῦ]], εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:33, 2 October 2022
English (LSJ)
rush in upon together, εἰς πόλιν ἅμα τινί Plu.Fab.17.
French (Bailly abrégé)
faire ensemble irruption.
Étymologie: σύν, ἐπεισπίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεισπίπτω: ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω ὁμοῦ, εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.
Greek Monolingual
Α
εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῖν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].
Greek Monotonic
συνεπεισπίπτω: εφορμώ ξαφνικά εναντίον από κοινού, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπεισπίπτω: вместе врываться, совместно вторгаться (εἰς πόλιν ἅμα τινί Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc.