σφάραγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sfa/ragos
|Beta Code=sfa/ragos
|Definition=[[βρόγχος]], [[τράχηλος]], [[λαιμός]], [[ψόφος]], Hsch.: = [[φάρυγξ]], Apion ap.Phot.
|Definition=[[βρόγχος]], [[τράχηλος]], [[λαιμός]], [[ψόφος]], Hsch.: = [[φάρυγξ]], Apion ap.Phot.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[λαιμός]], [[βρόχος]], [[τράχηλος]] EUST.<br />'''Étymologie:''' R. Σφαργ, faire du bruit.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφάραγος''': ὁ, ἡ μετὰ ψόφου [[ἔκρηξις]]. - Ἡ [[λέξις]] αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις [[σφαραγέομαι]], [[σφαραγίζω]], καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις [[βαρυσφάραγος]], [[ἐρισφάραγος]]. (Ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g, sphur΄g âmi (tono), vis' pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ [[σπαργάω]], [[σφριγάω]] δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. [[σφαραγέομαι]] ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σφάραγος]]˙ [[βρόγχος]]. [[τράχηλος]]. λαιμός. [[ψόφος]]».
|lstext='''σφάραγος''': ὁ, ἡ μετὰ ψόφου [[ἔκρηξις]]. - Ἡ [[λέξις]] αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις [[σφαραγέομαι]], [[σφαραγίζω]], καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις [[βαρυσφάραγος]], [[ἐρισφάραγος]]. (Ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g, sphur΄g âmi (tono), vis' pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ [[σπαργάω]], [[σφριγάω]] δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. [[σφαραγέομαι]] ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σφάραγος]]˙ [[βρόγχος]]. [[τράχηλος]]. λαιμός. [[ψόφος]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[λαιμός]], [[βρόχος]], [[τράχηλος]] EUST.<br />'''Étymologie:''' R. Σφαργ, faire du bruit.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰ́ρᾰγος Medium diacritics: σφάραγος Low diacritics: σφάραγος Capitals: ΣΦΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: spháragos Transliteration B: spharagos Transliteration C: sfaragos Beta Code: sfa/ragos

English (LSJ)

βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος, Hsch.: = φάρυγξ, Apion ap.Phot.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
λαιμός, βρόχος, τράχηλος EUST.
Étymologie: R. Σφαργ, faire du bruit.

Greek (Liddell-Scott)

σφάραγος: ὁ, ἡ μετὰ ψόφου ἔκρηξις. - Ἡ λέξις αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις σφαραγέομαι, σφαραγίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυσφάραγος, ἐρισφάραγος. (Ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g, sphur΄g âmi (tono), vis' pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ σπαργάω, σφριγάω δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. σφαραγέομαι ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάραγος˙ βρόγχος. τράχηλος. λαιμός. ψόφος».

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος»
2. φάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε -σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το σχήμα σμαραγῶ: σμάραγος. Η ερμηνεία, τέλος, που έχει αποδοθεί στον τ. από τον Ησύχιο «τράχηλος, λαιμός, φάρυγγας» οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση του με τη λ. ἀσφάραγος (Ι) «φάρυγγας, λαιμός»].

Greek Monotonic

σφάραγος: ὁ, θορυβώδης έκρηξη, έκρηξη που παράγει εκκωφαντικό θόρυβο.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: βρόγχος, τράχηλος, λοιμός, ψόφος H., = φάρυγξ (Apion ap. Phot.).
Etymology: See on 1. ἀσφάραγος.

Middle Liddell

σφάραγος, ὁ,
a bursting with a noise.

Frisk Etymology German

σφάραγ[γ]ος: {sphárag[g]os}
Meaning: βρόγχος, τράχηλος, λοιμός, ψόφος H., = φάρυγξ (Apion ap. Phot.).
Etymology: Vgl. zu 1. ἀσφάραγος.
Page 2,828