σύννευσις: Difference between revisions
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] ἡ, das sich Zusammenneigen, [[πρός]] τι, Plut. def. or. 33; übertr., Zusammenhalten, Einigkeit, ἡ τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας, Pol. 2, 40, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] ἡ, das sich Zusammenneigen, [[πρός]] τι, Plut. def. or. 33; übertr., Zusammenhalten, Einigkeit, ἡ τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας, Pol. 2, 40, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />disposition de choses qui convergent vers une autre.<br />'''Étymologie:''' [[συννεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύννευσις''': ἡ, τὸ συννεύειν, συγκλίνειν, πρὸς τι Στράβ. 199, Πλούτ. 2. 428Α· ― μεταφ., [[συμφωνία]], [[ἕνωσις]], [[ἑνότης]], πρὸς ἀλλήλας Πολύβ. 2. 40, 5. ΙΙ. διὰ νεύματος [[πρόσκλησις]], μνημονεύεται ἐκ Θωμ. τοῦ Μαγίστρ. (277;). | |lstext='''σύννευσις''': ἡ, τὸ συννεύειν, συγκλίνειν, πρὸς τι Στράβ. 199, Πλούτ. 2. 428Α· ― μεταφ., [[συμφωνία]], [[ἕνωσις]], [[ἑνότης]], πρὸς ἀλλήλας Πολύβ. 2. 40, 5. ΙΙ. διὰ νεύματος [[πρόσκλησις]], μνημονεύεται ἐκ Θωμ. τοῦ Μαγίστρ. (277;). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:50, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A convergence, πρός τι Str.4.5.1, Plu.2.428a: abs., Procl.Inst.146: metaph., agreement, union, πρὸς ἀλλήλας Plb. 2.40.5. II bending, Antyll. ap. Orib.6.34.2, Sor.1.85 (prob.), 2.19, Gal.7.624 (pl.); obliquity, Sor.Fract.12. 2 beckoning, so as to invite, Thom.Mag.p.277R.
German (Pape)
[Seite 1027] ἡ, das sich Zusammenneigen, πρός τι, Plut. def. or. 33; übertr., Zusammenhalten, Einigkeit, ἡ τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας, Pol. 2, 40, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
disposition de choses qui convergent vers une autre.
Étymologie: συννεύω.
Greek (Liddell-Scott)
σύννευσις: ἡ, τὸ συννεύειν, συγκλίνειν, πρὸς τι Στράβ. 199, Πλούτ. 2. 428Α· ― μεταφ., συμφωνία, ἕνωσις, ἑνότης, πρὸς ἀλλήλας Πολύβ. 2. 40, 5. ΙΙ. διὰ νεύματος πρόσκλησις, μνημονεύεται ἐκ Θωμ. τοῦ Μαγίστρ. (277;).
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, ΜΑ συννεύω
1. αμοιβαία κλίση προς ένα σημείο, σύγκλιση («τὸ ἰσοσκελὲς τρίγωνο οὐ ποιοῦν πρὸς ἐκεῖνο σύννευσιν», Πλούτ.)
2. μτφ. αμοιβαία τάση («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)
3. κοινή αποδοχή, συμφωνία (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ θέλημα σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.
β. «διαλυθέντος τοῦ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ πάλιν ἐγένετο καὶ σύννευσις τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας», Πολ.)
μσν.
το να καλεί κάποιος με νεύμα έναν άλλο
αρχ.
1. κάμψη, λύγισμα
2. λόξωση, πλάγιασμα.
Russian (Dvoretsky)
σύννευσις: εως ἡ
1) сближение, схождение (πρός τι Plut.);
2) союз (τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας Polyb.).