τερθρεία: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von [[τερατεία]] ab, Moeris.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von [[τερατεία]] ab, Moeris.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.<br />'''Étymologie:''' [[τερθρεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τερθρεία''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, [[χρῆσις]] τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, [[τερατολογία]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. ([[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[τερατεία]]). - Καθ’ Ἡσύχ. «[[τερθρεία]]· [[λογομαχία]]. [[ἀπάτη]]. [[φλυαρία]]. [[φληναφία]]».
|lstext='''τερθρεία''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, [[χρῆσις]] τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, [[τερατολογία]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. ([[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[τερατεία]]). - Καθ’ Ἡσύχ. «[[τερθρεία]]· [[λογομαχία]]. [[ἀπάτη]]. [[φλυαρία]]. [[φληναφία]]».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.<br />'''Étymologie:''' [[τερθρεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερθρεία Medium diacritics: τερθρεία Low diacritics: τερθρεία Capitals: ΤΕΡΘΡΕΙΑ
Transliteration A: terthreía Transliteration B: terthreia Transliteration C: terthreia Beta Code: terqrei/a

English (LSJ)

ἡ, A use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry, Isoc.10.4, Phld.Oec.p.75 J., Ph.2.191, al.; τ. μυθική in religion, D.H. 2.19; of disputes about words, Gal.8.637, UP4.9; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον Procl.in Prm.p.534 S. II = στρατεία 3, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von τερατεία ab, Moeris.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.
Étymologie: τερθρεύω.

Greek (Liddell-Scott)

τερθρεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, χρῆσις τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, τερατολογία, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. (Κατὰ τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ τερατεία). - Καθ’ Ἡσύχ. «τερθρεία· λογομαχία. ἀπάτη. φλυαρία. φληναφία».

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τερθεύομαι
(στη ρητορική) χρήση σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας
αρχ.
1. λογομαχία σχετικά με λέξεις
2. φλυαρία που γίνεται κυρίως για παραπλάνηση
3. εκστρατεία που γινόταν με σκοπό την άσκηση τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, στρατεία.

Russian (Dvoretsky)

τερθρεία:фокусничество, хитросплетение (τ. καὶ στωμυλία Plut.): ἡ τ. ῥητορική Sext. риторическая изворотливость.