φιάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] eine Sache anfassen, anfangen, Hand anlegen; nur οὐδὲ φιαλεῖς Ar. Vesp. 1348 u. [[ὅπως]] ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax 424; nach Eust. abgekürzte Form für [[ἐφιάλλω]], also eigtl. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν zu schreiben; Schol. Ar. erkl. ἐπιβαλεῖς, ἐπιβαλοῦμεν· φιαλεῖν γὰρ (also als praes. genommen) τὸ ἄρ χεσθαι τοῦ πράγματος; unpassende Glosse τὸ τῇ φιάλῃ [[πιεῖν]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] eine Sache anfassen, anfangen, Hand anlegen; nur οὐδὲ φιαλεῖς Ar. Vesp. 1348 u. [[ὅπως]] ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax 424; nach Eust. abgekürzte Form für [[ἐφιάλλω]], also eigtl. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν zu schreiben; Schol. Ar. erkl. ἐπιβαλεῖς, ἐπιβαλοῦμεν· φιαλεῖν γὰρ (also als praes. genommen) τὸ ἄρ χεσθαι τοῦ πράγματος; unpassende Glosse τὸ τῇ φιάλῃ [[πιεῖν]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φιαλῶ;<br />mettre la main à, entreprendre, τινι.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φιάλλω''': μέλλ. φιᾰλῶ, [[ἀναλαμβάνω]], ἐπιχεριῶ τι, [[ἀρχίζω]] νὰ κάμω τι· εὕρηται μόνον δὶς καὶ μόνον κατὰ μέλλοντα, οὐδὲ φιαλεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 1348 [[ὅπως]] ἔργῳ φιαλοῦμεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 432. [[Κατὰ]] τὸν Εὐστ. 1403. 20 κἑξ., [[εἶναι]] συντετμημένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐφιάλλω]]· εἰ [[οὕτως]] ἔχει, [[γραπτέον]] ’φιαλεῖς ’φιαλοῦμεν, ἴδε Brunck. (παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀριστοφ. Σφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''φιάλλω''': μέλλ. φιᾰλῶ, [[ἀναλαμβάνω]], ἐπιχεριῶ τι, [[ἀρχίζω]] νὰ κάμω τι· εὕρηται μόνον δὶς καὶ μόνον κατὰ μέλλοντα, οὐδὲ φιαλεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 1348 [[ὅπως]] ἔργῳ φιαλοῦμεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 432. [[Κατὰ]] τὸν Εὐστ. 1403. 20 κἑξ., [[εἶναι]] συντετμημένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐφιάλλω]]· εἰ [[οὕτως]] ἔχει, [[γραπτέον]] ’φιαλεῖς ’φιαλοῦμεν, ἴδε Brunck. (παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀριστοφ. Σφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φιαλῶ;<br />mettre la main à, entreprendre, τινι.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐάλλω Medium diacritics: φιάλλω Low diacritics: φιάλλω Capitals: ΦΙΑΛΛΩ
Transliteration A: phiállō Transliteration B: phiallō Transliteration C: fiallo Beta Code: fia/llw

English (LSJ)

fut. φῐᾰλῶ, undertake, take in hand, set about a thing, found twice in codd. of Ar., οὐδὲ φιαλεῖς V.1348; ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax432: acc. to Eust.1403.16 it is shortened for ἐφιάλλω; hence Bentley restored οὐδ' ἐφιαλεῖς and ἔργῳ 'φιαλοῦμεν.

German (Pape)

[Seite 1273] eine Sache anfassen, anfangen, Hand anlegen; nur οὐδὲ φιαλεῖς Ar. Vesp. 1348 u. ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax 424; nach Eust. abgekürzte Form für ἐφιάλλω, also eigtl. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν zu schreiben; Schol. Ar. erkl. ἐπιβαλεῖς, ἐπιβαλοῦμεν· φιαλεῖν γὰρ (also als praes. genommen) τὸ ἄρ χεσθαι τοῦ πράγματος; unpassende Glosse τὸ τῇ φιάλῃ πιεῖν.

French (Bailly abrégé)

f. φιαλῶ;
mettre la main à, entreprendre, τινι.
Étymologie:.

Greek (Liddell-Scott)

φιάλλω: μέλλ. φιᾰλῶ, ἀναλαμβάνω, ἐπιχεριῶ τι, ἀρχίζω νὰ κάμω τι· εὕρηται μόνον δὶς καὶ μόνον κατὰ μέλλοντα, οὐδὲ φιαλεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 1348 ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 432. Κατὰ τὸν Εὐστ. 1403. 20 κἑξ., εἶναι συντετμημένος τύπος τοῦ ἐφιάλλω· εἰ οὕτως ἔχει, γραπτέον ’φιαλεῖς ’φιαλοῦμεν, ἴδε Brunck. (παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀριστοφ. Σφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

και ἐφιάλλω Α
1. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτιὅπως ἕργῳ φιαλοῦμεν», Αριστοφ.)
2. (Σχόλ. Αριστοφ.) «φιαλεῖν μὲν κυρίως τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῦν δ' ἴσως καὶ κακεμφάτως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μέλλ. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν, που απαντούν στον Αριστοφ., έχουν θεωρηθεί, κατά μία άποψη, συντμ. τ. μέλλ. του ἐφιάλλω < ἐπὶ + ἱάλλω «ρίχνω, εκτοξεύω, στέλνω» (βλ. και λ. ιάλλω)].

Greek Monotonic

φῐάλλω: μέλ. φιᾰλῶ, αναλαμβάνω, αρχίζω να κάνω ένα πράγμα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

φιάλλω: (только fut. φιᾰλῶ) приступать, приниматься: οὐκ ἀποδώσεις οὐδὲ φιαλεῖς Arph. ты не уплатишь долга, да и не попытаешься; ὕπεχε τὴν φιάλην, ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Arph. протяни чашу (для возлияний), и приступим к делу.

Middle Liddell

φιάλλω,
to undertake, set about a thing, Ar. [deriv. uncertain]