φραδμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1302.png Seite 1302]] ἡ, Verstand, Einsicht, Geschicklichkeit, List; H. h. Apoll. 99; Hes. öfter im plur.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1302.png Seite 1302]] ἡ, Verstand, Einsicht, Geschicklichkeit, List; H. h. Apoll. 99; Hes. öfter im plur.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />prudence, sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[φράδμων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φραδμοσύνη''': ἡ, ποιητ [[ὄνομα]] εὐφυΐα, [[νόησις]], [[δεξιότης]], ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φραδμοσύνη]]· [[σκέψις]], [[βουλή]], [[νόησις]]».
|lstext='''φραδμοσύνη''': ἡ, ποιητ [[ὄνομα]] εὐφυΐα, [[νόησις]], [[δεξιότης]], ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φραδμοσύνη]]· [[σκέψις]], [[βουλή]], [[νόησις]]».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />prudence, sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[φράδμων]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδμοσύνη Medium diacritics: φραδμοσύνη Low diacritics: φραδμοσύνη Capitals: ΦΡΑΔΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: phradmosýnē Transliteration B: phradmosynē Transliteration C: fradmosyni Beta Code: fradmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, poet. Noun, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃς h.Ap.99, Hes.Op.245, Th.626, etc.; dat. sg. φραδμοσύνῃ A.R.2.647; cf. φρασμοσύνη.

German (Pape)

[Seite 1302] ἡ, Verstand, Einsicht, Geschicklichkeit, List; H. h. Apoll. 99; Hes. öfter im plur.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: φράδμων.

Greek (Liddell-Scott)

φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ ὄνομα εὐφυΐα, νόησις, δεξιότης, ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φραδμοσύνη· σκέψις, βουλή, νόησις».

Greek Monolingual

και φρασμοσύνη, ἡ, Α φράδμων / φράσμων, -όνος]
ευφυΐα, επιτηδειότητα.

Greek Monotonic

φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ. όνομα, κατανόηση, εξυπνάδα, δεξιότητα, σε δοτ. πληθ. φραδμοσύνῃς, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

φραδμοσύνη:разумность, тонкий замысел HH, Hes.

Middle Liddell

φραδμοσύνη, ἡ,
poet. Noun, understanding, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes.