ἀλγηδών: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0090.png Seite 90]] όνος, ἡ, Schmerzgefühl, Soph. O. C. 516; Her. 5, 18; Isocr. 8, 40 im plur.; Plat. sehr oft im Ggstz von [[ἡδονή]], Phaed. 65 c; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0090.png Seite 90]] όνος, ἡ, Schmerzgefühl, Soph. O. C. 516; Her. 5, 18; Isocr. 8, 40 im plur.; Plat. sehr oft im Ggstz von [[ἡδονή]], Phaed. 65 c; Plut.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> souffrance physique;<br /><b>2</b> souffrance morale, douleur, peine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλγέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλγηδών''': -όνος, ἡ, [[αἴσθημα]] πόνου, [[πόνος]], [[ὀδύνη]] τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· [[ὀδύνη]] τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, [[ὀδύνη]], [[θλῖψις]], [[λύπη]], Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως [[χαιρηδών]], πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).
|lstext='''ἀλγηδών''': -όνος, ἡ, [[αἴσθημα]] πόνου, [[πόνος]], [[ὀδύνη]] τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· [[ὀδύνη]] τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, [[ὀδύνη]], [[θλῖψις]], [[λύπη]], Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως [[χαιρηδών]], πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> souffrance physique;<br /><b>2</b> souffrance morale, douleur, peine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλγέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλγηδών Medium diacritics: ἀλγηδών Low diacritics: αλγηδών Capitals: ΑΛΓΗΔΩΝ
Transliteration A: algēdṓn Transliteration B: algēdōn Transliteration C: algidon Beta Code: a)lghdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, A pain, suffering, of body, Hdt.5.18, Hp.Coac.394, E.Med.24; ὀδύνη τις ἢ ἀ. Pl.R.413b: pl., Prt.354b. II of mind, pain, grief. S.OC514, E.Med.56, Metrod.7: pl., Phld.D.1.16, etc. III cause of pain, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Alex. ap. Plu.Alex.21. - Not in A., once in S.

Spanish (DGE)

-όνος, ἡ
1 dolor τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.Acut.22, cf. Liqu.2, Mul.1.91, πικρά E.Fr.908.2, ὀδύνη τις ἢ ἀλγηδών Pl.R.413b, LXX 2Ma.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.Mem.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2
c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.Dieb.Iudic.8, τραυμάτων E.Andr.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875
c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.Coac.394
como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.Phd.65c, cf. Pl.Grg.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.Oec.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, Ep.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8
fig. tormento αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.Alex.21.
2 pena, pesar, sufrimiento δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.OC 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56, φρενῶν E.Fr.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.Med.24, cf. GVI 1474 (Renea I d.C.).

German (Pape)

[Seite 90] όνος, ἡ, Schmerzgefühl, Soph. O. C. 516; Her. 5, 18; Isocr. 8, 40 im plur.; Plat. sehr oft im Ggstz von ἡδονή, Phaed. 65 c; Plut.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 souffrance physique;
2 souffrance morale, douleur, peine.
Étymologie: ἀλγέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλγηδών: -όνος, ἡ, αἴσθημα πόνου, πόνος, ὀδύνη τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· ὀδύνη τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, ὀδύνη, θλῖψις, λύπη, Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως χαιρηδών, πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).

Greek Monolingual

ἀλγηδὼν (-όνος), η (Α) ἀλγῶ
1. σωματικός πόνος, άλγος, ψυχικός πόνος, οδύνη, θλίψη
2. πρόκληση πόνου.

Greek Monotonic

ἀλγηδών: -όνος, ἡ (ἀλγέω),
I. αίσθημα πόνου, πόνος, σωματικός πόνος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
II. λέγεται για ψυχικό πόνο, πόνος, θλίψη, οδύνη, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλγηδών: όνος ἡ
1) боль, страдание, мука, Her., Trag., Plat.,;
2) скорбь, печаль, горе, Trag., Isocr., Plat., Plut.

Middle Liddell

ἀλγέω
I. a sense of pain, pain, suffering, Hdt., Eur., etc.
II. of mind, pain, grief, Soph., Eur., etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλγηδών -όνος, ἡ ἀλγέω pijn, leed.

English (Woodhouse)

pain, physical or mental pain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)