ἀνανέμω: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0199.png Seite 199]] p. ἀννέμω (s. [[νέμω]]), 1) auf's neue theilen. – 2) im med., aufzählen, herrechnen, Her. 1, 173; her-, vorlesen, Theocr. 18, 47.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0199.png Seite 199]] p. ἀννέμω (s. [[νέμω]]), 1) auf's neue theilen. – 2) im med., aufzählen, herrechnen, Her. 1, 173; her-, vorlesen, Theocr. 18, 47.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνανεμῶ;<br /><b>1</b> redistribuer LSJ;<br /><b>2</b> passer en revue, parcourir, lire;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνανέμομαι (<i>fut. 3ᵉ sg. ion.</i> ἀνανεμέεται) dénombrer, compter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[νέμω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνανέμω''': ποιητ. ἀννέμω, [[διανέμω]] ἐκ νέου, ὡς τὸ [[ἀναδατέομαι]] (πρβλ. [[ἀνανομή]]). ΙΙ. κατὰ [[μέσον]] τύπον, ἀριθμῶ, «[[λογαριάζω]]», καταλέξει ἑωυτὸν [[μητρόθεν]] καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) [[ἀπαγγέλλω]], ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· [[οὕτως]] Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, [[ἔνθα]] ἴδε Τούπιον.
|lstext='''ἀνανέμω''': ποιητ. ἀννέμω, [[διανέμω]] ἐκ νέου, ὡς τὸ [[ἀναδατέομαι]] (πρβλ. [[ἀνανομή]]). ΙΙ. κατὰ [[μέσον]] τύπον, ἀριθμῶ, «[[λογαριάζω]]», καταλέξει ἑωυτὸν [[μητρόθεν]] καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) [[ἀπαγγέλλω]], ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· [[οὕτως]] Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, [[ἔνθα]] ἴδε Τούπιον.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνανεμῶ;<br /><b>1</b> redistribuer LSJ;<br /><b>2</b> passer en revue, parcourir, lire;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνανέμομαι (<i>fut. 3ᵉ sg. ion.</i> ἀνανεμέεται) dénombrer, compter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[νέμω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανέμω Medium diacritics: ἀνανέμω Low diacritics: ανανέμω Capitals: ΑΝΑΝΕΜΩ
Transliteration A: ananémō Transliteration B: ananemō Transliteration C: ananemo Beta Code: a)nane/mw

English (LSJ)

poet. ἀννέμω, A distribute: hence, count up, in Med., ἀνανεμέεται (Ion. fut.) τὰς μητέρας Hdt.1.173. 2 read, con over, Epich.224, Theoc.18.48.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀννέμω Theoc.18.48
• Morfología: [fut. med. jón. ἀνανεμέεται Hdt.1.173]
1 leer Epich.200, Theoc.l.c., IG 12(9).285.4 (Eretria).
2 v. med. hacer el cómputo hacia atrás τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας enumerará las madres de su madre Hdt.l.c.

German (Pape)

[Seite 199] p. ἀννέμω (s. νέμω), 1) auf's neue theilen. – 2) im med., aufzählen, herrechnen, Her. 1, 173; her-, vorlesen, Theocr. 18, 47.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνανεμῶ;
1 redistribuer LSJ;
2 passer en revue, parcourir, lire;
Moy. ἀνανέμομαι (fut. 3ᵉ sg. ion. ἀνανεμέεται) dénombrer, compter.
Étymologie: ἀνά, νέμω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανέμω: ποιητ. ἀννέμω, διανέμω ἐκ νέου, ὡς τὸ ἀναδατέομαι (πρβλ. ἀνανομή). ΙΙ. κατὰ μέσον τύπον, ἀριθμῶ, «λογαριάζω», καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) ἀπαγγέλλω, ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· οὕτως Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, ἔνθα ἴδε Τούπιον.

Greek Monolingual

ἀνανέμω και ποιητ. ἀννέμω (Α) νέμω
1. διανέμω εκ νέου, ξαναμοιράζω
2. διαβάζω, απαγγέλλω
3. μέσ. κάνω αρίθμηση, υπολογίζω, λογαριάζω.

Greek Monotonic

ἀνανέμω: ποιητ. ἀν-νέμω, μέλ. -νεμῶ,
1. διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω — Μέσ., αριθμώ, λογαριάζω, σε Ηρόδ. (στον Ιων. μέλ. -νεμέεται),
2. απαγγέλλω, διαβάζω, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


1. to divide anew: Mid. to count up, Hdt. (in ionic fut. -νεμέεται).
2. to rehearse, read, Theocr.