ἀναστολή: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] ἡ, das Zurückwerfen, [[κόμης]] Plut. Pomp. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] ἡ, das Zurückwerfen, [[κόμης]] Plut. Pomp. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de relever (sa chevelure).<br />'''Étymologie:''' [[ἀναστέλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507. | |lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A putting back, τῆς κόμης Plu.Pomp.2. 2 opening up of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.60.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 vestidura de ángeles, Eus.M.24.605B.
2 apertura, operación de una fístula, Heliod. en Orib.44.20.60.
3 acción de echar atrás ἦν δέ τις καὶ ἀ. τῆς κόμης ἀτρέμα tenía el pelo ligeramente recogido hacia atrás Plu.Pomp.2
•represión, sujeción τῆς εὐεπιφορίας τῶν παθῶν Clem.Al.Strom.2.23.147, cf. Eus.PE 6.6.18.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Zurückwerfen, κόμης Plut. Pomp. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de relever (sa chevelure).
Étymologie: ἀναστέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστολή: ἡ, (ἀναστέλλω) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ ἀπογύμνωσις ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) καταστολή, περιορισμός, παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.
Greek Monolingual
η (Α ἀναστολή) αναστέλλω
νεοελλ.
1. δισταγμός, συγκράτηση
2. διακοπή, σταμάτημα
3. αναβολή, παράταση προθεσμίας
αρχ.
1. έλξη προς τα πίσω
2. περιορισμός, αναχαίτιση.
Greek Monotonic
ἀναστολή: ἡ (ἀναστέλλω), ρίξιμο προς τα πίσω, τῆς κόμης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστολή: ἡ откидывание назад (τῆς κόμης Plut.).