ἀντιπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω X.<i>Ath</i>.2.17, Plb.18.39.7; jón. -πρήσσω Hdt.1.92<br />[[oponerse a]] c. dat. αὐτῷ X.l.c., τῇ διαλύσει Plb.l.c., τῇ τῆς ἀρετῆς ἀναλήψει S.E.<i>P</i>.1.73, τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν M.Ant.2.1, cf. Plu.2.407a, Philostr.<i>Im</i>.2.8, <i>PThead</i>.15.14 (III d.C.), <i>PSI</i> 686.5 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. πρὸς ταῦτα Arist.<i>Pol</i>.1320<sup>a</sup>6, πρὸς τὰς τῶν ὑπάτων ἐπιβολάς Plb.6.17.9<br /><b class="num">•</b>abs. [[oponerse]] τὸν ἀντιπρήσσοντα ... διέφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.<i>R</i>.440b, X.<i>Hier</i>.2.17, D.6.9, 32.14, Arist.<i>Rh</i>.1379<sup>a</sup>13, Demetr.Lac.79<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. ἀντιπράττειν τι [[poner obstáculo]], [[realizar una acción contraria]] X.<i>HG</i> 2.3.14, τι ταύταις ἀντιπράττεσθ' realizar una acción contraria contra ellos (lo que los pelos de la barba significan)</i>, Alex.264.8.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω X.<i>Ath</i>.2.17, Plb.18.39.7; jón. -πρήσσω Hdt.1.92<br />[[oponerse a]] c. dat. αὐτῷ X.l.c., τῇ διαλύσει Plb.l.c., τῇ τῆς ἀρετῆς ἀναλήψει S.E.<i>P</i>.1.73, τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν M.Ant.2.1, cf. Plu.2.407a, Philostr.<i>Im</i>.2.8, <i>PThead</i>.15.14 (III d.C.), <i>PSI</i> 686.5 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. πρὸς ταῦτα Arist.<i>Pol</i>.1320<sup>a</sup>6, πρὸς τὰς τῶν ὑπάτων ἐπιβολάς Plb.6.17.9<br /><b class="num">•</b>abs. [[oponerse]] τὸν ἀντιπρήσσοντα ... διέφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.<i>R</i>.440b, X.<i>Hier</i>.2.17, D.6.9, 32.14, Arist.<i>Rh</i>.1379<sup>a</sup>13, Demetr.Lac.79<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. ἀντιπράττειν τι [[poner obstáculo]], [[realizar una acción contraria]] X.<i>HG</i> 2.3.14, τι ταύταις ἀντιπράττεσθ' realizar una acción contraria contra ellos (lo que los pelos de la barba significan)</i>, Alex.264.8.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀντιπράξω;<br /><b>1</b> agir à l'encontre de, τινι;<br /><b>2</b> s'opposer à;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιπράσσομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπράσσω''': Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., [[πράττω]] κατά τινος, ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = [[ἀντιστασιώτης]], Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51.
|lstext='''ἀντιπράσσω''': Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., [[πράττω]] κατά τινος, ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = [[ἀντιστασιώτης]], Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀντιπράξω;<br /><b>1</b> agir à l'encontre de, τινι;<br /><b>2</b> s'opposer à;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιπράσσομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπράσσω Medium diacritics: ἀντιπράσσω Low diacritics: αντιπράσσω Capitals: ΑΝΤΙΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: antiprássō Transliteration B: antiprassō Transliteration C: antiprasso Beta Code: a)ntipra/ssw

English (LSJ)

Att. ἀντιπράττω, Ion. ἀντιπρήσσω, A act against, seek to counteract, τινί X.Ath.2.17, Alex.264 (Med.); πρός τι Arist.Pol.1320a6, etc. 2 abs., act in opposition, D.32.14; ὁ ἀντιπρήσσων, = ἀντιστασιώτης, Hdt.1.92; ἀ. τι oppose in any way, X.HG2.3.14; ἐάν τε ἀντιπράττῃ τις ἐάν τε μὴ συμπράττῃ Arist.Rh.1379a13; conflict with, tell against a theory, Demetr.Lac.Herc.1055.20:—Med., X. Hier.2.17.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω X.Ath.2.17, Plb.18.39.7; jón. -πρήσσω Hdt.1.92
oponerse a c. dat. αὐτῷ X.l.c., τῇ διαλύσει Plb.l.c., τῇ τῆς ἀρετῆς ἀναλήψει S.E.P.1.73, τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν M.Ant.2.1, cf. Plu.2.407a, Philostr.Im.2.8, PThead.15.14 (III d.C.), PSI 686.5 (VI d.C.)
c. πρός y ac. πρὸς ταῦτα Arist.Pol.1320a6, πρὸς τὰς τῶν ὑπάτων ἐπιβολάς Plb.6.17.9
abs. oponerse τὸν ἀντιπρήσσοντα ... διέφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.R.440b, X.Hier.2.17, D.6.9, 32.14, Arist.Rh.1379a13, Demetr.Lac.79
c. ac. int. ἀντιπράττειν τι poner obstáculo, realizar una acción contraria X.HG 2.3.14, τι ταύταις ἀντιπράττεσθ' realizar una acción contraria contra ellos (lo que los pelos de la barba significan), Alex.264.8.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντιπράξω;
1 agir à l'encontre de, τινι;
2 s'opposer à;
Moy. ἀντιπράσσομαι m. sign.
Étymologie: ἀντί, πράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπράσσω: Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., πράττω κατά τινος, ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = ἀντιστασιώτης, Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51.

Greek Monolingual

ἀντιπράσσω κ. (αττ. τ.) -ττω κ. ιων. τ. -πρήσσω (Α)
1. ενεργώ εναντίον κάποιου
2. ενεργώ διαφορετικά
3. εναντιώνομαι σε κάτι, αντικρούω κάτι
4. (η μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντιπρήσσων
ο αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀντιπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω· μέλ. -ξω· ενεργώ ενάντια, αντενεργώ, αντιπράττω, τινί, σε Ξεν.· απόλ., ενεργώ κατά αντίθεση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπράσσω: атт. ἀντιπράττω, ион. ἀντιπρήσσω (реже med.) противодействовать, оказывать сопротивление, противиться (Dem., Plut.; τινι Xen. и πρός τι Arst., Polyb.): ὁ ἀντιπρήσσων Her. и ἀντιπραττόμενος Xen. противник.

Middle Liddell


to act against, seek to counteract, τινί Xen.:— absol. to act in opposition, Hdt., etc.; so in Mid., Xen.