ἀργήεις: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εσσα, -εν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀργάεις]] Pi.<i>O</i>.13.69; contr. [[ἀργᾶς]], -ᾶντος A.<i>A</i>.115<br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. fem. plu. [[ἀργήεις]] Nic.<i>Fr</i>.74.26]<br /><b class="num">1</b> [[blanco brillante]] ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν [[ἀργᾶς]] águila de cola blanca</i> A.l.c., κάλυκες ... [[ἀργήεις]] πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos</i> Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.<i>SHell</i>.472.3.<br /><b class="num">2</b> [[que aclara]] el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo</i> Orph.<i>A</i>.125. | |dgtxt=-εσσα, -εν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀργάεις]] Pi.<i>O</i>.13.69; contr. [[ἀργᾶς]], -ᾶντος A.<i>A</i>.115<br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. fem. plu. [[ἀργήεις]] Nic.<i>Fr</i>.74.26]<br /><b class="num">1</b> [[blanco brillante]] ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν [[ἀργᾶς]] águila de cola blanca</i> A.l.c., κάλυκες ... [[ἀργήεις]] πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos</i> Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.<i>SHell</i>.472.3.<br /><b class="num">2</b> [[que aclara]] el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo</i> Orph.<i>A</i>.125. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ήεσσα, ῆεν ; <i>gén.</i> ήεντος;<br /><i>p. contr.</i> [[ἀργῇς]], ῆσσα, ῆν ; <i>gén.</i> ῆντος;<br /><i>c.</i> [[ἀργής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργήεις''': εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε [[ἀργός]]): - [[λευκός]], λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ [[οὕτως]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ [[ἀργίας]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. [[πύγαργος]]: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ [[ἀργεστής]]. | |lstext='''ἀργήεις''': εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε [[ἀργός]]): - [[λευκός]], λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ [[οὕτως]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ [[ἀργίας]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. [[πύγαργος]]: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ [[ἀργεστής]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:42, 2 October 2022
English (LSJ)
εσσα, εν: Dor. ἀργάεις, contr. ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—A white, shining, ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι) μαστῷ Id.P.4.8; οἰωνός . . ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag.115 (lyr.). 2 = ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. A.128, cf. 685.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. ἀργάεις Pi.O.13.69; contr. ἀργᾶς, -ᾶντος A.A.115
• Morfología: [nom. fem. plu. ἀργήεις Nic.Fr.74.26]
1 blanco brillante ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν ἀργᾶς águila de cola blanca A.l.c., κάλυκες ... ἀργήεις πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.SHell.472.3.
2 que aclara el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo Orph.A.125.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν ; gén. ήεντος;
p. contr. ἀργῇς, ῆσσα, ῆν ; gén. ῆντος;
c. ἀργής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε ἀργός): - λευκός, λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ οὕτως ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ ἀργίας ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. πύγαργος: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ ἀργεστής.
Greek Monolingual
ἀργήεις, -εσσα, -εν και ἀργάεις και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)
1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.)
2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή- του αργής, τ. επιτεταμένος με το επίθημα -Fεντ- (πρβλ. δενδρήεις, θυήεις, μεσήεις κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀργήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. ἀργάεις, συνηρ. ἀργᾷς (ἀργός), λευκός, λαμπερός, σε Πίνδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ἀργάεις, стяж. ἀργᾷς Pind. = ἀργής.