ἀχώριστος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0420.png Seite 420]] 1) ungetrennt, Plat. Rep. VII, 524 d; unzertrennlich, Luc. Ocyp. 145. – 2) dem kein Platz angewiesen ist, Xen. Lac. 9, 5. – Adv., Nicom. ar. 1, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0420.png Seite 420]] 1) ungetrennt, Plat. Rep. VII, 524 d; unzertrennlich, Luc. Ocyp. 145. – 2) dem kein Platz angewiesen ist, Xen. Lac. 9, 5. – Adv., Nicom. ar. 1, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non séparé, qui n’a pas de place marquée;<br /><b>2</b> inséparable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χωρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχώριστος''': -ον, ([[χωρίζω]]) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· [[ἀναπόσπαστος]], [[ἀχώριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. ([[χῶρος]]) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη [[θέσις]] τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ.
|lstext='''ἀχώριστος''': -ον, ([[χωρίζω]]) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· [[ἀναπόσπαστος]], [[ἀχώριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. ([[χῶρος]]) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη [[θέσις]] τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non séparé, qui n’a pas de place marquée;<br /><b>2</b> inséparable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χωρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:58, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχώριστος Medium diacritics: ἀχώριστος Low diacritics: αχώριστος Capitals: ΑΧΩΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: achṓristos Transliteration B: achōristos Transliteration C: achoristos Beta Code: a)xw/ristos

English (LSJ)

ον, (χωρίζω) A not parted, undivided, Pl.R.524c; inseparable, Arist.EN1102a30, de An.427a2; ἀρετὴ ἀ. ἡδονῆς Epicur.Fr.506, cf. Ep.3p.64U., Gal.16.521, al. Adv. -τως Phld.Sign.20. II (χῶρος) without a place assigned one, X.Lac. 9.5.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no separado οὐ γὰρ ἂν ἀχώριστά γε δύο ἐνόει, ἀλλ' ἕν pues (el alma) no las concebiría como dos cosas separadas, sino como una Pl.R.524c.
2 inseparable c. gen. ἀχώριστον ... τῆς ἡδονῆς τὴν ἀρετήν Epicur.[1] 138, cf. Ep.[4]132, τὸν δημιουργὸν ... ἀχώριστον ... τῆς ὕλης Chrysipp.Stoic.2.112, σημεῖον ... ἀχώριστον αὐτῆς (παραφροσύνης) Gal.16.521, τὰς ἀρετὰς ἀχωρίστους αὑτῶν Corn.ND 14, τὰ μὲν χωριστὰ σωμάτων, τὰ δὲ ἀχώριστα Porph.Sent.19, ἡ ψυχὴ ... οὔτε σώματος ἀχώριστος Procl.Inst.186, τῶν μυστηρίων IStratonikeia 310.50 (Panamara IV d.C.)
abs. δύο ἐστιν ἀχώριστα πεφυκότα de las dos partes del alma, Arist.EN 1102a30, ἀ. τὸ κρῖνον Arist.de An.427a2, μνήμη Clem.Ep.M.2A5B, λόγος Plot.2.7.3
subst. τὸ ἀχώριστον la parte inseparable τὸ ἀχώριστον τοῦ προσώπου A.D.Synt.254.19, τοῦ νοῦ χωρίζοντος τὰ ἀχώριστα Gr.Naz.M.35.1164A, τὸ χωριστὸν καὶ ἀχώριστον del cuerpo, Plot.2.3.16.
3 que no tiene sitio o lugar πολλάκις δ' ὁ τοιοῦτος καὶ διαιρουμένων τοὺς ἀντισφαιριοῦντας ἀχώριστος περιγίγνεται muchas veces, al dividirse ellos en equipos para jugar a la pelota, se queda el tal sin sitio (de un cobarde), X.Lac.9.5.
II adv. -ως inseparablemente τὸ συνεδρεῦον ἀχωρίστως ἑκάστῳ Phld.Sign.20.39, ἀ. συνεπινοεῖται el Espíritu Santo respecto al Hijo, Gr.Nyss.Diff.Ess.4.

German (Pape)

[Seite 420] 1) ungetrennt, Plat. Rep. VII, 524 d; unzertrennlich, Luc. Ocyp. 145. – 2) dem kein Platz angewiesen ist, Xen. Lac. 9, 5. – Adv., Nicom. ar. 1, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non séparé, qui n’a pas de place marquée;
2 inséparable.
Étymologie: , χωρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχώριστος: -ον, (χωρίζω) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· ἀναπόσπαστος, ἀχώριστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. (χῶρος) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη θέσις τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχώριστος, -ον)
1. αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν είναι δυνατόν να χωριστεί, ο αδιαίρετος
2. εκείνος που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
(για συζύγους) ο αδιάζευκτος, που δεν χώρισε
αρχ.
εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε χώρος, θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χωρίζω < χωρίς, ενώ με την αρχαία σημασία «εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε χώρος, θέση» < α- στερ. + χωρίζω (< χώρα) «φέρω σε κάποια θέση, τόπο»].

Greek Monotonic

ἀχώριστος: -ον (χωρίζω
I. αχώριστος, αδιαίρετος, σε Πλάτ.
II. (χῶρος), αυτός όπου δεν του καθορίστηκε κάποιος χώρος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀχώριστος:
1) не разделенный (οὐκ ἀχώριστά γε δύο, ἀλλ᾽ ἕν Plat.);
2) не(раз)делимый (τόπῳ ἢ διανοίᾳ Arst.);
3) неотделимый (τῶν Ἐπικούρου δογμάτων Plut.);
4) оставшийся без места (ἐν παλαίσματι συγγυμναστής Xen.).

Middle Liddell

χωρίζω
I. not parted, not divided, Plat.
II. (χῶρος) with no place assigned one, Xen.