ἄναυλος: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] 1) ohne Flötenspiel, ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr. 9, 9; dah. freudlos, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις Eur. Phoen. 801, Schol. κακομουσοτάτην, vom Ares; θυσίαι Plut. aud. poet. 2, wie ἄναυλα θύειν qu. Rom. 55. – 2) des Flötenspiels unkundig, Luc. Halc. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] 1) ohne Flötenspiel, ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr. 9, 9; dah. freudlos, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις Eur. Phoen. 801, Schol. κακομουσοτάτην, vom Ares; θυσίαι Plut. aud. poet. 2, wie ἄναυλα θύειν qu. Rom. 55. – 2) des Flötenspiels unkundig, Luc. Halc. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> sans accompagnement de flûte ; <i>adv.</i> • [[ἄναυλα]] <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> qui ne sait pas jouer de la flûte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[αὐλός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄναυλος''': -ον, [[ἄνευ]] αὐλοῦ, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις, [[οὐδαμῶς]] βακχικόν, Εὐρ. Φοίν. 791· ἔρωτες Πλούτ. 2. 406Α: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι, [[ἄνευ]] αὐλοῦ, Βαρβ. 9. 9· θύειν Πλούτ. 2. 277Ε. 2) [[ἄμουσος]], [[μέλη]] βοῶν ἄναυλα, ἄμουσα, (ὡς ὁ Bgk. γράφει ἀντὶ ἄναυδα) Σοφ. Ἀποσπ. 631. ΙΙ. ὁ μὴ γινώσκων νὰ αὐλῇ, Λουκ. Ἁλκυὼν 7. | |lstext='''ἄναυλος''': -ον, [[ἄνευ]] αὐλοῦ, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις, [[οὐδαμῶς]] βακχικόν, Εὐρ. Φοίν. 791· ἔρωτες Πλούτ. 2. 406Α: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι, [[ἄνευ]] αὐλοῦ, Βαρβ. 9. 9· θύειν Πλούτ. 2. 277Ε. 2) [[ἄμουσος]], [[μέλη]] βοῶν ἄναυλα, ἄμουσα, (ὡς ὁ Bgk. γράφει ἀντὶ ἄναυδα) Σοφ. Ἀποσπ. 631. ΙΙ. ὁ μὴ γινώσκων νὰ αὐλῇ, Λουκ. Ἁλκυὼν 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:11, 2 October 2022
English (LSJ)
(A), ον, A without the flute, κῶμος -ότατος a procession unaccompanied by flutes, i.e. joyless, E.Ph.791; ἔρωτες Plu.2.406a: neuter plural as adverb, ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr.9.9; θύειν Plu.2.277f. 2 unmusical, μέλη βοῶν ἄναυλα (as Bgk. for ἄναυδα) S.Fr.699. II unskilled in flute-playing, Luc.Halc.7.
ἄναυλος (B), ον, (αὐλίον) A weary of its stall, χοῖρος dub. in Herod. 8.7.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no acompañado por la flauta de los seguidores de Ares por oposición a los de Dioniso κῶμος ἀναυλότατος E.Ph.791, de enamorados no amantes de la música de flauta o de lira pero no por ello menos ardientes, Plu.2.406a, de sacrificios sin coro y sin música de flauta, Plu.2.16c
•neutr. plu. como adv. sin música de flauta ἄναυλα νῦν ὀρχεῖσθε Babr.9.9, τῶν ἱερέων ἄναυλα θυόντων Plu.2.277f
•ἄνα[υ] λον βρέγμα (texto y sent. dud.), A.Fr.496.8.
2 discordante, no musical μέλη βοῶν ἄναυλα S.Fr.699, χοῖρος Herod.8.7.
II mal flautista Luc.Halc.7.
German (Pape)
[Seite 212] 1) ohne Flötenspiel, ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr. 9, 9; dah. freudlos, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις Eur. Phoen. 801, Schol. κακομουσοτάτην, vom Ares; θυσίαι Plut. aud. poet. 2, wie ἄναυλα θύειν qu. Rom. 55. – 2) des Flötenspiels unkundig, Luc. Halc. 7.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 sans accompagnement de flûte ; adv. • ἄναυλα m. sign.
2 qui ne sait pas jouer de la flûte.
Étymologie: ἀ, αὐλός.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναυλος: -ον, ἄνευ αὐλοῦ, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις, οὐδαμῶς βακχικόν, Εὐρ. Φοίν. 791· ἔρωτες Πλούτ. 2. 406Α: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι, ἄνευ αὐλοῦ, Βαρβ. 9. 9· θύειν Πλούτ. 2. 277Ε. 2) ἄμουσος, μέλη βοῶν ἄναυλα, ἄμουσα, (ὡς ὁ Bgk. γράφει ἀντὶ ἄναυδα) Σοφ. Ἀποσπ. 631. ΙΙ. ὁ μὴ γινώσκων νὰ αὐλῇ, Λουκ. Ἁλκυὼν 7.
Greek Monolingual
(I)
ἄναυλος, -ον (Α) αυλός
1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό
2. εκείνος που δεν παίζει αυλό
3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά.
(II)
-η, -ο ναύλος
1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο
2. αυτός που έφυγε βιαστικά «εκών άκων», σαν κυνηγημένος.
Greek Monotonic
ἄναυλος: -ον, αυτός που είναι χωρίς αυλό, δηλ. άχαρος, μελαγχολικός, σε Ευρ.· ουδ. πληθ., ἄναυλα, ως επίρρ., σε Βάβρ.
II. αδέξιος, ανίκανος στο παίξιμο του αυλού, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄναυλος:
1) не сопровождаемый игрой на флейтах, т. е. безрадостный (κῶμος Eur.; ἔρωτες Plut.);
2) не умеющий играть на флейте, не понимающий музыки (αὐλῆσαι τοῖς ἀναύλοις Luc.);
3) немузыкальный, неблагозвучный (μέλη βοῶν Soph.).
Middle Liddell
I. without the flute, i. e. joyless, melancholy, Eur.: neut. pl. ἄναυλα as adv., Babr.
II. unskilled in flute-playing, Luc.