ἐξαπονέομαι: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>prés. inf. épq.</i> ἐξαπονέεσθαι;<br />revenir de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀπονέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαπονέομαι''': παθ., [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ [[διῃρημένως]], μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι. | |lstext='''ἐξαπονέομαι''': παθ., [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ [[διῃρημένως]], μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:05, 2 October 2022
English (LSJ)
return out of, Il.16.252,20.212 (or ἐξ ἀ.).
German (Pape)
[Seite 871] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον.
French (Bailly abrégé)
prés. inf. épq. ἐξαπονέεσθαι;
revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἀπονέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπονέομαι: παθ., ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ διῃρημένως, μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.
English (Autenrieth)
μάχης ἐξᾶπονέεσθαι, return out of the battle. (Il.) (ᾶ a necessity of the rhythm.)
Greek Monolingual
ἐξαπονέομαι (Α)
επικ. τ.
επιστρέφω, επανέρχομαι από κάπου («σόον δ' ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι» — δεν συγχώρησε να επιστρέψει σώος από τη μάχη, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-νέομαι «επιστρέφω»].
Greek Monotonic
ἐξαπονέομαι: Παθ., επανέρχομαι από, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαπονέομαι: возвращаться (μάχης Hom. - v.l. ἐξ ἀπονέομαι).
Middle Liddell
Pass. to return out of, Il.