ἐπανόρθωμα: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον [[ἁμάρτημα]] ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον [[ἁμάρτημα]] ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action de redresser, correction, amélioration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπανορθόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανόρθωμα''': τό, [[διόρθωσις]], τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον [[ἁμάρτημα]] ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.
|lstext='''ἐπανόρθωμα''': τό, [[διόρθωσις]], τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον [[ἁμάρτημα]] ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action de redresser, correction, amélioration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπανορθόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανόρθωμα Medium diacritics: ἐπανόρθωμα Low diacritics: επανόρθωμα Capitals: ΕΠΑΝΟΡΘΩΜΑ
Transliteration A: epanórthōma Transliteration B: epanorthōma Transliteration C: epanorthoma Beta Code: e)pano/rqwma

English (LSJ)

ατος, τό, correction, Pl.Prt.340a, 340d, Tht.183a, D.25.16, Arist.EN1135a13, 1137b12.

German (Pape)

[Seite 903] τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action de redresser, correction, amélioration.
Étymologie: ἐπανορθόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανόρθωμα: τό, διόρθωσις, τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.

Greek Monolingual

ἐπανόρθωμα, το (Α) επανορθώνω
1. επανόρθωση, διόρθωση, βελτίωση («τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῑζον ἁμάρτημα ἔχει ἤ ὅ ἐπανορθοῖς», Πλάτ.)
2. διόρθωση σύμφωνα με καθορισμένο πρότυπο.

Greek Monotonic

ἐπανόρθωμα: -ατος, τό, διόρθωση, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανόρθωμα: ατος τό
1) исправление, поправка, улучшение, Plat., Arst., Plut.;
2) исправление, устранение (ἁμαρτημάτων Dem.; τοῦ πάθους Plut.).

Middle Liddell

ἐπανόρθωμα, ατος, τό, [from ἐπανορθόω
a correction, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

correction

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)