Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔμπολις: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] εως, in der Stadt eingebürgert, Soph. O. C. 1158; nach Poll. 9, 27 = [[ἀστός]] bei Eupol.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] εως, in der Stadt eingebürgert, Soph. O. C. 1158; nach Poll. 9, 27 = [[ἀστός]] bei Eupol.
}}
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />habitant, habitante d’une cité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πόλις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ πόλει ἢ τῇ πολιτείᾳ: ὁ ἔμπολίς τινι, ὁ [[συμπολίτης]] τινός, Σοφ. Ο. Κ. 1156˙ οὕτω καὶ ὁ Musgr. ἐν Ο. Κ. 637, ἀντὶ τοῦ [[ἔμπαλιν]] τῶν χειρογρ., [[ὅπερ]] βεβαίως [[εἶναι]] [[πλημμελής]] γραφή˙ τὴν διόρθωσιν τοῦ Musgr. παρεδέξαντο οἱ ἄριστοι τῶν κριτικῶν, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb· ὁ Meineke προέτεινεν: [[ἔμπα]] νιν.
|lstext='''ἔμπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ πόλει ἢ τῇ πολιτείᾳ: ὁ ἔμπολίς τινι, ὁ [[συμπολίτης]] τινός, Σοφ. Ο. Κ. 1156˙ οὕτω καὶ ὁ Musgr. ἐν Ο. Κ. 637, ἀντὶ τοῦ [[ἔμπαλιν]] τῶν χειρογρ., [[ὅπερ]] βεβαίως [[εἶναι]] [[πλημμελής]] γραφή˙ τὴν διόρθωσιν τοῦ Musgr. παρεδέξαντο οἱ ἄριστοι τῶν κριτικῶν, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb· ὁ Meineke προέτεινεν: [[ἔμπα]] νιν.
}}
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />habitant, habitante d’une cité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πόλις]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπολις Medium diacritics: ἔμπολις Low diacritics: έμπολις Capitals: ΕΜΠΟΛΙΣ
Transliteration A: émpolis Transliteration B: empolis Transliteration C: empolis Beta Code: e)/mpolis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, belonging to the city or state, = ἀστός, Eup.137; ὁ ἔ. τινι one's fellow-citizen, S.OC1156, prob. for ἔμπαλιν in ib. 637.

Spanish (DGE)

-εως, ὁ, ἡ
habitante de una ciudad, ciudadano Eup.492, S.OC 637 (ap. crít.), cf. Hsch.
c. dat. habitante de la misma ciudad, conciudadano ἄνδρα, σοὶ ... ἔμπολιν οὐκ ὄντα S.OC 1156.

German (Pape)

[Seite 816] εως, in der Stadt eingebürgert, Soph. O. C. 1158; nach Poll. 9, 27 = ἀστός bei Eupol.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
habitant, habitante d’une cité.
Étymologie: ἐν, πόλις.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ πόλει ἢ τῇ πολιτείᾳ: ὁ ἔμπολίς τινι, ὁ συμπολίτης τινός, Σοφ. Ο. Κ. 1156˙ οὕτω καὶ ὁ Musgr. ἐν Ο. Κ. 637, ἀντὶ τοῦ ἔμπαλιν τῶν χειρογρ., ὅπερ βεβαίως εἶναι πλημμελής γραφή˙ τὴν διόρθωσιν τοῦ Musgr. παρεδέξαντο οἱ ἄριστοι τῶν κριτικῶν, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb· ὁ Meineke προέτεινεν: ἔμπα νιν.

Greek Monolingual

ἔμπολις, ο, η (Α)
1. αυτός που ανήκει στην πόλη, στην πολιτεία, ο αστός
2. συμπολίτης («σοὶ μὲν ἔμπολιν οὐκ ὄντα», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἔμπολις: -εως, ὁ, ἡ (ἐν), αυτός που βρίσκεται στην πόλη· ὁ ἐμπ. τινι, ο συμπολίτης κάποιου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπολις: εως ὁ согражданин (τινι Soph.).

Middle Liddell

ἔμ-πολις, εως n [ἐν]
in the city or state: ὁ ἔμπ. τινι one's fellow-citizen, Soph.

English (Woodhouse)

fellow-citizen

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)