ἠθοποιός: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1157.png Seite 1157]] die Sitten, den Charakter bildend; [[παίδευσις]] Plut. Themist. 2; μαθήματα Dion. 9; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend, Rhett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1157.png Seite 1157]] die Sitten, den Charakter bildend; [[παίδευσις]] Plut. Themist. 2; μαθήματα Dion. 9; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend, Rhett. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui forme le caractère.<br />'''Étymologie:''' [[ἦθος]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠθοποιός''': -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, [[μέλη]] Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· [[παίδευσις]] Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν [[μᾶλλον]] ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = [[ἠθοποιία]], ὁ αὐτ. 2. 660Β. | |lstext='''ἠθοποιός''': -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, [[μέλη]] Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· [[παίδευσις]] Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν [[μᾶλλον]] ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = [[ἠθοποιία]], ὁ αὐτ. 2. 660Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:15, 2 October 2022
English (LSJ)
όν, forming character, ἠ. τὸ θερμόν Arist. Pr. 955a32 ; μέλη S.E. M. 6.36 ; παιδεύσεις Plu. Them. 2 ; τὸ ἠ., = ἠθοποιΐα (formation of character, delineation of character) 1, Id. 2.660c.
German (Pape)
[Seite 1157] die Sitten, den Charakter bildend; παίδευσις Plut. Themist. 2; μαθήματα Dion. 9; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend, Rhett.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui forme le caractère.
Étymologie: ἦθος, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθοποιός: -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, μέλη Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· παίδευσις Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν μᾶλλον ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = ἠθοποιία, ὁ αὐτ. 2. 660Β.
Greek Monolingual
-ό (AM ἠθοποιός, -όν)
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ηθοποιός
αυτός που έχει ως επάγγελμα το να υποδύεται στο θέατρο ή στον κινηματογράφο πρόσωπα δραμάτων ή κωμωδιών, μελοδραμάτων κ.λπ., εκφράζοντας τα διανοήματα, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα τους με τον λόγο ή με τη μιμική, ο θεατρικός υποκριτής, ο θεατρίνος
2. μτφ. αυτός που στην καθημερινή ζωή αρέσκεται σε θεατρινισμούς, ο θεατρίνος της ζωής
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που διαπλάσσει, που μορφώνει το ήθος, τον χαρακτήρα, ηθοπλαστικός
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠθοποιόν
η ηθοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. βροχοποιός, κακοποιός. Στη νέα ελλ. η σημασία της λ. «εκείνος που διαπλάθει το ήθος» εξελίχθηκε στη σημ. «εκείνος που αναπαριστά το ήθος» και έτσι το ηθοποιός αντικατέστησε το αρχ. υποκριτής, που με τη σειρά του έλαβε στη νέα ελλ. άλλη σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].
Greek Monotonic
ἠθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που διαμορφώνει χαρακτήρα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἠθοποιός: воспитывающий нравы, влияющий на душевный облик (τὸ θερμὸν χαὶ ψυχρόν Arst.; παίδευσις Plut.; μέλη Sext.).