ἱερομνήμων: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1241.png Seite 1241]] ονος, ὁ, eigtl. der Opfer od. heiligen Dinge eingedenk, wie Alciphr. 2, 4 vrbdí εὐσεβεῖ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι; in Athen u. in den übrigen zum Amphiktyonenbunde gehörigen griechischen Staaten die dem eigentlichen Gesandten bei der Bundesversammlung ([[πυλαγόρας]]) zugegebenen Schreiber, die die vorbereitende u. ausführende Behörde bildeten, οἱ εἰς πυλαίαν ἐκπεμπόμενοι γραμματεῖς, VLL.; vgl. Dem. 18, 148. 24, 150 u. Aesch. 3. S. Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 14. – In Byzanz die höchste obrigkeitliche Person, weil sie auch den Gottesdienst besorgte, Dem. 18, 90; vgl. Pol. 4, 52, 4. – Bei den Römern pontifex, D. Hal. 8, 55. – Eine andere Behörde, Arist. pol. 7, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1241.png Seite 1241]] ονος, ὁ, eigtl. der Opfer od. heiligen Dinge eingedenk, wie Alciphr. 2, 4 vrbdí εὐσεβεῖ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι; in Athen u. in den übrigen zum Amphiktyonenbunde gehörigen griechischen Staaten die dem eigentlichen Gesandten bei der Bundesversammlung ([[πυλαγόρας]]) zugegebenen Schreiber, die die vorbereitende u. ausführende Behörde bildeten, οἱ εἰς πυλαίαν ἐκπεμπόμενοι γραμματεῖς, VLL.; vgl. Dem. 18, 148. 24, 150 u. Aesch. 3. S. Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 14. – In Byzanz die höchste obrigkeitliche Person, weil sie auch den Gottesdienst besorgte, Dem. 18, 90; vgl. Pol. 4, 52, 4. – Bei den Römern pontifex, D. Hal. 8, 55. – Eine andere Behörde, Arist. pol. 7, 8.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />hiéromnémon :<br /><b>1</b> gardien des archives sacrées;<br /><b>2</b> secrétaire attaché à chaque délégation d’État au conseil des Amphictions;<br /><b>3</b> magistrat chargé de faire respecter la loi dans un sanctuaire, d’infliger les amendes, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[μνήμη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερομνήμων''': Δωρ. -μνάμων, ονος, ὁ, ὁ φυλάττων ἐν τῇ μνήμῃ [[αὐτοῦ]] πᾶν ὅ,τι [[ἱερόν]], εὐσεβεῖ σοι κέχρηται ἐραστῇ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι Ἀλκίφρων 2. 4. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ὁ ἱερογραμματεὺς ὁ πεμπόμενος εἰς τὸ Ἀμφικτυονικὸν [[συνέδριον]] ἐξ ἑκάστης πόλεως τῶν μετεχουσῶν τοῦ συνεδρίου, ἐπέμπετο δὲ μετὰ τοῦ πυλαγόρου (τοῦ πράγματι ἀντιπροσώπου ἢ πρεσβευτοῦ), Δημ. 276. 22 κἑξ.· [[συχνάκις]] μνημονεύεται ἡ [[λέξις]] ἐν Ἀμφικτυονικοῖς Ψηφίσμασι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688.10 κἑξ., 1689,-89b, 1711: ― [[καθόλου]], [[γραμματεύς]], Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 7. 2) ἄρχων τις ἔχων τὴν φροντίδα τῶν θρησκευτικῶν ὑποθέσεων, ὑπουργὸς τῆς θρησκείας, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ὡς ἐν Βυζαντίῳ, Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 20, πρβλ. Πολύβ. 4. 52, 4· ― ἐν Ρώμῃ, ὁ Ποντίφηξ, Διον, Ἁλ. 8. 55., 10. 57.
|lstext='''ἱερομνήμων''': Δωρ. -μνάμων, ονος, ὁ, ὁ φυλάττων ἐν τῇ μνήμῃ [[αὐτοῦ]] πᾶν ὅ,τι [[ἱερόν]], εὐσεβεῖ σοι κέχρηται ἐραστῇ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι Ἀλκίφρων 2. 4. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ὁ ἱερογραμματεὺς ὁ πεμπόμενος εἰς τὸ Ἀμφικτυονικὸν [[συνέδριον]] ἐξ ἑκάστης πόλεως τῶν μετεχουσῶν τοῦ συνεδρίου, ἐπέμπετο δὲ μετὰ τοῦ πυλαγόρου (τοῦ πράγματι ἀντιπροσώπου ἢ πρεσβευτοῦ), Δημ. 276. 22 κἑξ.· [[συχνάκις]] μνημονεύεται ἡ [[λέξις]] ἐν Ἀμφικτυονικοῖς Ψηφίσμασι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688.10 κἑξ., 1689,-89b, 1711: ― [[καθόλου]], [[γραμματεύς]], Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 7. 2) ἄρχων τις ἔχων τὴν φροντίδα τῶν θρησκευτικῶν ὑποθέσεων, ὑπουργὸς τῆς θρησκείας, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ὡς ἐν Βυζαντίῳ, Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 20, πρβλ. Πολύβ. 4. 52, 4· ― ἐν Ρώμῃ, ὁ Ποντίφηξ, Διον, Ἁλ. 8. 55., 10. 57.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />hiéromnémon :<br /><b>1</b> gardien des archives sacrées;<br /><b>2</b> secrétaire attaché à chaque délégation d’État au conseil des Amphictions;<br /><b>3</b> magistrat chargé de faire respecter la loi dans un sanctuaire, d’infliger les amendes, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[μνήμη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερομνήμων Medium diacritics: ἱερομνήμων Low diacritics: ιερομνήμων Capitals: ΙΕΡΟΜΝΗΜΩΝ
Transliteration A: hieromnḗmōn Transliteration B: hieromnēmōn Transliteration C: ieromnimon Beta Code: i(eromnh/mwn

English (LSJ)

Dor., Arc. ἱερο-μνάμων [ᾱ], ονος, ὁ, A mindful of sacred things, ὅρκων Alciphr.2.4. II as substantive, 1 representative sent by each Amphictyonic state to the Delphic Council, D.18.148, Jusj. ap. eund.24.150, IG22.1126.10, 1299.80, etc.; also at the Amphictyony of Calauria, ib.4.842 (ii B.C.). 2 magistrate who had charge of temples or religious matters, ib.4.823 (Troezen, iv B.C.), 5(2).3.22,26 (Tegea), 14.423.3 (Tauromenium), Decr.Byz. ap. D.18.90, etc. b at Rome,= pontifex, D.H.8.55,10.57, Str.5.3.2. 3 generally, recorder, registrar, Arist.Pol.1321b38.

German (Pape)

[Seite 1241] ονος, ὁ, eigtl. der Opfer od. heiligen Dinge eingedenk, wie Alciphr. 2, 4 vrbdí εὐσεβεῖ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι; in Athen u. in den übrigen zum Amphiktyonenbunde gehörigen griechischen Staaten die dem eigentlichen Gesandten bei der Bundesversammlung (πυλαγόρας) zugegebenen Schreiber, die die vorbereitende u. ausführende Behörde bildeten, οἱ εἰς πυλαίαν ἐκπεμπόμενοι γραμματεῖς, VLL.; vgl. Dem. 18, 148. 24, 150 u. Aesch. 3. S. Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 14. – In Byzanz die höchste obrigkeitliche Person, weil sie auch den Gottesdienst besorgte, Dem. 18, 90; vgl. Pol. 4, 52, 4. – Bei den Römern pontifex, D. Hal. 8, 55. – Eine andere Behörde, Arist. pol. 7, 8.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
hiéromnémon :
1 gardien des archives sacrées;
2 secrétaire attaché à chaque délégation d’État au conseil des Amphictions;
3 magistrat chargé de faire respecter la loi dans un sanctuaire, d’infliger les amendes, etc.
Étymologie: ἱερός, μνήμη.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερομνήμων: Δωρ. -μνάμων, ονος, ὁ, ὁ φυλάττων ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ πᾶν ὅ,τι ἱερόν, εὐσεβεῖ σοι κέχρηται ἐραστῇ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι Ἀλκίφρων 2. 4. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ὁ ἱερογραμματεὺς ὁ πεμπόμενος εἰς τὸ Ἀμφικτυονικὸν συνέδριον ἐξ ἑκάστης πόλεως τῶν μετεχουσῶν τοῦ συνεδρίου, ἐπέμπετο δὲ μετὰ τοῦ πυλαγόρου (τοῦ πράγματι ἀντιπροσώπου ἢ πρεσβευτοῦ), Δημ. 276. 22 κἑξ.· συχνάκις μνημονεύεται ἡ λέξις ἐν Ἀμφικτυονικοῖς Ψηφίσμασι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688.10 κἑξ., 1689,-89b, 1711: ― καθόλου, γραμματεύς, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 7. 2) ἄρχων τις ἔχων τὴν φροντίδα τῶν θρησκευτικῶν ὑποθέσεων, ὑπουργὸς τῆς θρησκείας, οὕτως εἰπεῖν, ὡς ἐν Βυζαντίῳ, Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 20, πρβλ. Πολύβ. 4. 52, 4· ― ἐν Ρώμῃ, ὁ Ποντίφηξ, Διον, Ἁλ. 8. 55., 10. 57.

Greek Monotonic

ἱερομνήμων: Δωρ. -μνάμων, -ονος, ὁ, ιερός απεσταλμένος, γραμματέας, ο οποίος αποστελλόταν στο Αμφικτυονικό συνέδριο από κάθε πόλη-κράτος της αμφικτυονίας, σε Δημ.· γενικά, γραμματέας, γραφιάς, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερομνήμων: ονος ὁ иеромнемон
1) в Афинах - секретарь-архивист от государства, состоящего членом амфиктионии, при πυλαγόραι Dem.;
2) в Византии - высшее должностное лицо, ведавшее вопросами культа Dem., Polyb.;
3) секретарь, писец Arst.;
4) жрец (οἱ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερεῖς, οὓς ἱερομνήμονας καλοῦμεν Plut.).

Middle Liddell


the sacred Secretary or Recorder sent by each Amphictyonic state to their Council, Dem.:—generally, a recorder, notary, Arist.