ὑπέρπολυς: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] übermäßig viel; Aesch. Pers. 780 (Well. accent. ὑπερπολλούς); Xen. Hell. 3, 2, 26; Dem. 43, 69. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] übermäßig viel; Aesch. Pers. 780 (Well. accent. ὑπερπολλούς); Xen. Hell. 3, 2, 26; Dem. 43, 69. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=πόλλη, πολυ;<br />excessivement <i>ou</i> extrêmement abondant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πολύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρπολυς''': -πόλλη, -πολυ, Ἰων. ὑπέρπολλος, η, ον, Ἰων. [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολύς]], Ἱππ. 1015Η, ἐν τέλει· κτείνουσα λιμῷ τοὺς ὑπερπόλλους, τοὺς πλείστους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 794, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 26, Δημ. 1073, κλπ. | |lstext='''ὑπέρπολυς''': -πόλλη, -πολυ, Ἰων. ὑπέρπολλος, η, ον, Ἰων. [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολύς]], Ἱππ. 1015Η, ἐν τέλει· κτείνουσα λιμῷ τοὺς ὑπερπόλλους, τοὺς πλείστους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 794, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 26, Δημ. 1073, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:05, 2 October 2022
English (LSJ)
-πόλλη, -πολυ, Ion. ὑπέρπολλος, η, ον, overmuch, and in plural over many, A.Pers.794, Hp.Epid.4.38, X.HG3.2.26, D.43.69:—ὑπέρπουλυ in Hp.Epid.2.2.23.
German (Pape)
[Seite 1201] übermäßig viel; Aesch. Pers. 780 (Well. accent. ὑπερπολλούς); Xen. Hell. 3, 2, 26; Dem. 43, 69.
French (Bailly abrégé)
πόλλη, πολυ;
excessivement ou extrêmement abondant.
Étymologie: ὑπέρ, πολύς.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπολυς: -πόλλη, -πολυ, Ἰων. ὑπέρπολλος, η, ον, Ἰων. ὑπὲρ τὸ δέον πολύς, Ἱππ. 1015Η, ἐν τέλει· κτείνουσα λιμῷ τοὺς ὑπερπόλλους, τοὺς πλείστους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 794, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 26, Δημ. 1073, κλπ.
Greek Monotonic
ὑπέρπολυς: -πόλλη, -πόλυ, Ιων. ὑπέρπολλος, -η, -ον, υπερβολικά πολύς· σε πληθ., υπερβολικά πολλοί, πλείστοι, σε Αισχύλ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπολυς: πόλλη, πολυ
1) чрезвычайно многочисленный, бесчисленный, несметный Aesch., Xen., Dem.;
2) чрезмерный (τὸ αἴτημα Plut.).
Middle Liddell
overmuch, in plural over many, Aesch., Xen.