ὑποστάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(posta/ths
|Beta Code=u(posta/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which stands under]], [[support]], [[prop]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>24</span>; [[stand]] of a bowl, etc., <span class="bibl">Paus.10.26.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[one that gives substance]], [[creator]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Theol.Plat.</span>3.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Inst.</span>53</span>, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>1327.5</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which stands under]], [[support]], [[prop]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>24</span>; [[stand]] of a bowl, etc., <span class="bibl">Paus.10.26.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[one that gives substance]], [[creator]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Theol.Plat.</span>3.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Inst.</span>53</span>, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>1327.5</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ce qui supporte :<br /><b>1</b> fourche;<br /><b>2</b> support d’un vase;<br /><b>II.</b> celui qui donne l'existence, créateur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ [[ὑποκάτω]] ἱστάμενον, [[στήριγμα]], [[ἔρεισμα]], Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ [[στήριγμα]], τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς [[ἵσταται]] [[κρατήρ]], κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. [[ὑποκρητηρίδιον]], [[ὑποστατός]]. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.
|lstext='''ὑποστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ [[ὑποκάτω]] ἱστάμενον, [[στήριγμα]], [[ἔρεισμα]], Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ [[στήριγμα]], τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς [[ἵσταται]] [[κρατήρ]], κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. [[ὑποκρητηρίδιον]], [[ὑποστατός]]. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ce qui supporte :<br /><b>1</b> fourche;<br /><b>2</b> support d’un vase;<br /><b>II.</b> celui qui donne l'existence, créateur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰτης Medium diacritics: ὑποστάτης Low diacritics: υποστάτης Capitals: ΥΠΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: hypostátēs Transliteration B: hypostatēs Transliteration C: ypostatis Beta Code: u(posta/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A that which stands under, support, prop, Plu.Cor.24; stand of a bowl, etc., Paus.10.26.9. II one that gives substance, creator, Procl.Theol.Plat.3.7, Inst.53, Simp. in Ph.1327.5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. ce qui supporte :
1 fourche;
2 support d’un vase;
II. celui qui donne l'existence, créateur.
Étymologie: ὑφίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ ὑποκάτω ἱστάμενον, στήριγμα, ἔρεισμα, Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ στήριγμα, τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς ἵσταται κρατήρ, κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. ὑποκρητηρίδιον, ὑποστατός. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.

Greek Monolingual

ο / ὑποστάτης, ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, -ιδος, και ὑποστάτρια, Α ὑφίστημι
στήριγμα που τίθεται από κάτω, υποστήριγμα
νεοελλ.
ναυτ. καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν. μούρσος
αρχ.
1. βάση αγγείου, ιδίως κρατήρα («ἐφεξῆς δὲ τῇ Λαοδίκη ὑποστάτης λίθου... ἐστίν», Παυσ.)
2. ως επίθ. αυτός που δίνει υπόσταση και ύπαρξη, δημιουργός
3. (το θηλ. στον τ. ὑποστάτρια) κατώτερη επιστάτρια ναού.

Greek Monotonic

ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ὑφίσταμαι), αυτό που στέκεται κάτω από, στήριγμα, υποστήριγμα, στύλος, στυλοβάτης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστάτης: ου ὁ вилообразная подпора Plut.

Middle Liddell

ὑποστᾰ́της, ου, ὁ, [ὑφίσταμαι]
that which stands under, a support, prop, Plut.