βωτιάνειρα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ας;<br /><i>adj.</i><br />nourrice de héros (la Phthie).<br />'''Étymologie:''' [[βόσκω]], [[ἀνήρ]].
|btext=ας;<br /><i>adj.</i><br />nourrice de héros (la Phthie).<br />'''Étymologie:''' [[βόσκω]], [[ἀνήρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βωτιάνειρα''': ἡ, ([[βόσκω]]), ἡ ἄνδρας τρέφουσα, τροφὸς ἡρώων, ἐπίθ. καρποφόρων χωρῶν, [[οἷον]] τῆς Φθίας, Ἰλ. Α.155, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 363.
|elnltext=[[βωτιάνειρα]] -ης [[βόσκω]], [[ἀνήρ]] als adj. (van de aarde) mannen voedend.
}}
{{elru
|elrutext='''βωτιάνειρα:''' adj. f питающая мужей, плодородная ([[Φθίη]] Hom.; [[χθών]] HH).
}}
{{etym
|etymtx=[[βώτωρ]] etc.<br />See also: s. [[βόσκω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βόσκω]], [[ἀνήρ]]<br />man-[[feeding]], [[nurse]] of heroes, Il.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 40:
|lsmtext='''βωτῐάνειρα:''' ἡ ([[βόσκω]], [[ἀνήρ]]), αυτή που τρέφει άντρες, [[τροφός]] των ηρώων (λέγεται για τις εύφορες χώρες), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βωτῐάνειρα:''' ἡ ([[βόσκω]], [[ἀνήρ]]), αυτή που τρέφει άντρες, [[τροφός]] των ηρώων (λέγεται για τις εύφορες χώρες), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βωτιάνειρα:''' adj. f питающая мужей, плодородная ([[Φθίη]] Hom.; [[χθών]] HH).
|lstext='''βωτιάνειρα''': ἡ, ([[βόσκω]]), ἡ ἄνδρας τρέφουσα, τροφὸς ἡρώων, ἐπίθ. καρποφόρων χωρῶν, [[οἷον]] τῆς Φθίας, Ἰλ. Α.155, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 363.
}}
{{etym
|etymtx=[[βώτωρ]] etc.<br />See also: s. [[βόσκω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βόσκω]], [[ἀνήρ]]<br />man-[[feeding]], [[nurse]] of heroes, Il.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βωτιάνειρα]] -ης [[βόσκω]], [[ἀνήρ]] als adj. (van de aarde) mannen voedend.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βωτιάνειρα''': [[βώτωρ]] usw.<br />{bōtiáneira}<br />'''See also''': s. [[βόσκω]].<br />'''Page''' 1,280
|ftr='''βωτιάνειρα''': [[βώτωρ]] usw.<br />{bōtiáneira}<br />'''See also''': s. [[βόσκω]].<br />'''Page''' 1,280
}}
}}

Revision as of 20:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωτῐάνειρα Medium diacritics: βωτιάνειρα Low diacritics: βωτιάνειρα Capitals: ΒΩΤΙΑΝΕΙΡΑ
Transliteration A: bōtiáneira Transliteration B: bōtianeira Transliteration C: votianeira Beta Code: bwtia/neira

English (LSJ)

[ᾰν], ἡ, (βόσκω) man-feeding, nurse of heroes, epithet of fruitful countries, Il.1.155; χθών h.Ap.363, Hes.Cat.Oxy.1369 Fr. 1.16. βωτίον· σταμνίον, Hsch.

Spanish (DGE)

-ας
• Grafía: graf. βουτι- Hsch.
• Prosodia: [-ᾰ-]
nodriza de varones epít. de Ftía Il.1.155, Colluth.220, Ἑλλάδι βωτιανείρᾳ Alcm.77, χθών h.Ap.363, h.Ven.265, Hes.Fr.165.16, cf. Lyr.Adesp.337.4S.

German (Pape)

[Seite 469] Männer-, Heldennährerin, Hom. einmal, Iliad. 1, 155 ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βωτιανείρῃ; – χθών H. h. Ap. 363; Ven. 266.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj.
nourrice de héros (la Phthie).
Étymologie: βόσκω, ἀνήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωτιάνειρα -ης βόσκω, ἀνήρ als adj. (van de aarde) mannen voedend.

Russian (Dvoretsky)

βωτιάνειρα: adj. f питающая мужей, плодородная (Φθίη Hom.; χθών HH).

Frisk Etymological English

βώτωρ etc.
See also: s. βόσκω.

Middle Liddell

βόσκω, ἀνήρ
man-feeding, nurse of heroes, Il.

English (Autenrieth)

nourishing heroes, Il. 1.155†.

Greek Monolingual

βωτιάνειρα, η (Α)
(για χώρα) αυτή που τρέφει άντρες, η λεβεντογέννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βωτι- (< βόσκω), με εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο- + -άνειρα, θηλ. του ανήρ. Η λ. βωτιάνειρα ανήκει στην κατηγορία των αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν συνήθως ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -τι- ή - (σ) ι- (πρβλ. αλεξίκακος, αερσίλοφος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.). Η λ. αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. dāti-vāra «αυτή που δίνει θησαυρούς»].

Greek Monotonic

βωτῐάνειρα: ἡ (βόσκω, ἀνήρ), αυτή που τρέφει άντρες, τροφός των ηρώων (λέγεται για τις εύφορες χώρες), σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

βωτιάνειρα: ἡ, (βόσκω), ἡ ἄνδρας τρέφουσα, τροφὸς ἡρώων, ἐπίθ. καρποφόρων χωρῶν, οἷον τῆς Φθίας, Ἰλ. Α.155, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 363.

Frisk Etymology German

βωτιάνειρα: βώτωρ usw.
{bōtiáneira}
See also: s. βόσκω.
Page 1,280