διαστείχω: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>ao.2</i> διέστιχον;<br />s'avancer à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στείχω]].
|btext=<i>ao.2</i> διέστιχον;<br />s'avancer à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στείχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαστείχω''': ἀόρ. -έστῐχον· - [[διέρχομαι]] ἢ [[διαβαίνω]], πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) μετὰ γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) [[ὑπάγω]] εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.
|elnltext=δια-στείχω met acc. door... heen gaan:. πόλιν door de stad gaan Eur. Andr. 1090. intrans. dóórlopen:. τὸν παῖδα διαστείχοντ’ ἐνόησα ik merkte dat de jongeman doorliep AP 12.85.5.
}}
{{elru
|elrutext='''διαστείχω:''' (aor. διέστιχον)<br /><b class="num">1)</b> [[проходить через или насквозь]] (πόλιν Eur.); δ. πλούτου Pind. жить в богатстве;<br /><b class="num">2)</b> [[идти]], [[отправляться]] (μᾶλα νομεύειν Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[расхаживать]], [[ходить]] (ὁ [[παῖς]] διαστείχων Anth.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''διαστείχω:''' αόρ. βʹ <i>-έστῐχον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαβαίνω]], με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]], [[βαδίζω]] στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''διαστείχω:''' αόρ. βʹ <i>-έστῐχον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαβαίνω]], με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]], [[βαδίζω]] στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαστείχω:''' (aor. διέστιχον)<br /><b class="num">1)</b> [[проходить через или насквозь]] (πόλιν Eur.); δ. πλούτου Pind. жить в богатстве;<br /><b class="num">2)</b> [[идти]], [[отправляться]] (μᾶλα νομεύειν Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[расхаживать]], [[ходить]] (ὁ [[παῖς]] διαστείχων Anth.).
|lstext='''διαστείχω''': ἀόρ. -έστῐχον· - [[διέρχομαι]] ἢ [[διαβαίνω]], πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) μετὰ γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) [[ὑπάγω]] εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-στείχω met acc. door... heen gaan:. πόλιν door de stad gaan Eur. Andr. 1090. intrans. dóórlopen:. τὸν παῖδα διαστείχοντ’ ἐνόησα ik merkte dat de jongeman doorliep AP 12.85.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 -έστῐχον<br /><b class="num">1.</b> to go [[through]] or [[across]], c. acc., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to go one's way, Theocr.
|mdlsjtxt=aor2 -έστῐχον<br /><b class="num">1.</b> to go [[through]] or [[across]], c. acc., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to go one's way, Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστείχω Medium diacritics: διαστείχω Low diacritics: διαστείχω Capitals: ΔΙΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: diasteíchō Transliteration B: diasteichō Transliteration C: diasteicho Beta Code: diastei/xw

English (LSJ)

aor. -έστῐχον (v. infr.), A go through or across, πόλιν, γύαλα, E.Andr.1090,1092. 2 c. gen., δ. πλούτου walk in ways of wealth, Pi.I.3.17. 3 go one's way, ἀνεγρομένη γε διέστιχε Theoc. 27.69; walk, AP12.85 (Mel.), Coluth.215.

Spanish (DGE)

I 1tr. recorrer, atravesar c. ac. πόλιν E.Andr.1090, γύαλα E.Andr.1092, ἄλσεα Nonn.D.4.332, κενεῶνα Nonn.D.21.312, c. gen. θαλάμοιο Nonn.D.8.16, 10.66, θαλάσσης Nonn.Par.Eu.Io.6.19.
2 c. gen. hacer uso de, emplear πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις emplearon la riqueza en el arduo ejercicio de las cuadrigas Pi.I.3/4.17b.
II intr.
1 caminar, marchar, andar, AP 12.85 (Mel.), Nonn.D.25.533, Colluth.215, ὠκυτέρῳ ... πεδίλῳ Nonn.Par.Eu.Io.4.28
fig. continuar, proseguir una investigación, abs. Θεῷ πίσυνοι διαστείχωμεν Cyr.Al.M.68.592A.
2 dirigirse, encaminarse ἀνεγρομένη γε διέστιχε μᾶλα νομεύειν levantándose se fue a apacentar sus cabras Theoc.27.69 (cód.), εἰς ῥόον ... Ὠκεανοῖο Nonn.D.12.116, διέστειχεν ὅπῃ βούλοιτο Eun.VS 474.
3 salir de, abandonar c. gen. νεκρὸν ... διαστείχοντα βερέθρου Nonn.Par.Eu.Io.11.42.
4 entrar c. εἰς y ac.: ἐς δόμον Nonn.D.8.188, εἰς μυχὸν ... παρθενεῶνος Nonn.D.6.159
alcanzar, llegar a εἰς πάντας ... διαστείχει βλάβη Cyr.Al.M.68.461C.

German (Pape)

[Seite 603] durchgehen; πλούτου δ. Pind. I. 3. 17, d. i. sich in Reichthum befinden; auch Nonn. vrbdt es mit dem gen.; πόλιν, durch die Stadt, Eur. Andr. 1091; – Sp.; – übh. = gehen, weggehen, Mel. 20 (XII, 85); Coluth. 215; διέστιχε Theocr. 27, 68.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέστιχον;
s'avancer à travers, acc..
Étymologie: διά, στείχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-στείχω met acc. door... heen gaan:. πόλιν door de stad gaan Eur. Andr. 1090. intrans. dóórlopen:. τὸν παῖδα διαστείχοντ’ ἐνόησα ik merkte dat de jongeman doorliep AP 12.85.5.

Russian (Dvoretsky)

διαστείχω: (aor. διέστιχον)
1) проходить через или насквозь (πόλιν Eur.); δ. πλούτου Pind. жить в богатстве;
2) идти, отправляться (μᾶλα νομεύειν Theocr.);
3) расхаживать, ходить (ὁ παῖς διαστείχων Anth.).

English (Slater)

διαστείχω go through met. make use of c. gen. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (Hermann: διέστιχον codd.: “malim intellegere οὐ φείσαντο τοῦ πλούτου. de gen. cll. διέπρησσον formula epica, ut ἀπὸ κοινοῦ et ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat” Schroeder. πλοῦτον ἐκτῶντο Σ.) (I. 3.17)

Greek Monolingual

διαστείχω (Α)
1. διέρχομαι, διαβαίνω
2. φρ. «διαστείχω πλούτου» — έχω άφθονα πλούτη.

Greek Monotonic

διαστείχω: αόρ. βʹ -έστῐχον·
1. διέρχομαι ή διαβαίνω, με αιτ., σε Ευρ.
2. πηγαίνω, βαδίζω στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

διαστείχω: ἀόρ. -έστῐχον· - διέρχομαιδιαβαίνω, πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) μετὰ γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) ὑπάγω εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.

Middle Liddell

aor2 -έστῐχον
1. to go through or across, c. acc., Eur.
2. to go one's way, Theocr.