δακέθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />qui ronge <i>litt.</i> qui mord l'âme.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]].
|btext=ος, ον :<br />qui ronge <i>litt.</i> qui mord l'âme.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δᾰκέθῡμος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν δάκνων ἢ κατατρώγων, ἐνοχλῶν, ἱδρὼς Σιμων. 26· ἄτη Σοφ. Φ. 705· πρβλ. [[δηξίθυμος]], [[θυμοδακής]].
|elnltext=δακέθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰκέθῡμος:''' [[гложущий душу]], [[жестокий]] (δακέθυμα λέγειν Anacr.): δ. ἄτα Soph. мучительная боль.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δᾰκέθῡμος:''' -ον, [[ψυχοφθόρος]], αυτός που ταράζει, πικραίνει την [[καρδιά]], σε Σοφ.
|lsmtext='''δᾰκέθῡμος:''' -ον, [[ψυχοφθόρος]], αυτός που ταράζει, πικραίνει την [[καρδιά]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δᾰκέθῡμος:''' [[гложущий душу]], [[жестокий]] (δακέθυμα λέγειν Anacr.): δ. ἄτα Soph. мучительная боль.
|lstext='''δᾰκέθῡμος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν δάκνων ἢ κατατρώγων, ἐνοχλῶν, ἱδρὼς Σιμων. 26· ἄτη Σοφ. Φ. 705· πρβλ. [[δηξίθυμος]], [[θυμοδακής]].
}}
{{elnl
|elnltext=δακέθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[heart]]-[[eating]], [[heart]]-vexing, Soph.
|mdlsjtxt=<br />[[heart]]-[[eating]], [[heart]]-vexing, Soph.
}}
}}

Revision as of 20:14, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰκέθῡμος Medium diacritics: δακέθυμος Low diacritics: δακέθυμος Capitals: ΔΑΚΕΘΥΜΟΣ
Transliteration A: dakéthymos Transliteration B: dakethymos Transliteration C: dakethymos Beta Code: dake/qumos

English (LSJ)

ον, heart-eating, heart-vexing, ἱδρώς Simon.58.5; ἄτη S.Ph.705 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δᾰκέθῡμος) -ον
que muerde el corazón, hiriente, mordaz fig. ᾧ μὴ δ. ἱδρὼς ἔνδοθεν μόλῃ Simon.74.5, ἄτα S.Ph.706, cf. Ibyc.169.1S., λόγος Gr.Naz.M.37.1229A, cf. Hsch.
neutr. plu. subst. παῖδες ... δακέθυμά μοι λέγοντες unos muchachos ... diciéndome palabras hirientes, Anacreont.37.9.

German (Pape)

[Seite 519] herzbeißend, -kränkend, ἄτη Soph. Phil. 699: δακέθυμα λέγειν Anacr. 35, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge litt. qui mord l'âme.
Étymologie: δάκνω, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακέθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.

Russian (Dvoretsky)

δᾰκέθῡμος: гложущий душу, жестокий (δακέθυμα λέγειν Anacr.): δ. ἄτα Soph. мучительная боль.

Greek Monolingual

δακέθυμος, -ον (Α)
1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός
II. μσν. επίρρ. δακεθύμως
με τρόπο ενοχλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακε- < (θ.) δακ-, του δακείν (απαρμφ. αορ. του δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν -ε- της λέξης πρβλ. αρχ-έπολις, βλεπε-δαίμων, φερέ-πονος].

Greek Monotonic

δᾰκέθῡμος: -ον, ψυχοφθόρος, αυτός που ταράζει, πικραίνει την καρδιά, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰκέθῡμος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν δάκνων ἢ κατατρώγων, ἐνοχλῶν, ἱδρὼς Σιμων. 26· ἄτη Σοφ. Φ. 705· πρβλ. δηξίθυμος, θυμοδακής.

Middle Liddell


heart-eating, heart-vexing, Soph.