παρασπονδέω: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> violer un traité, une convention;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> violer <i>ou</i> trahir au mépris de la foi jurée : τινα qqn ; [[τι]] violer une parole, un traité ; [[οἱ]] παρεσπονδημένοι PLUT ceux qui sont victimes d'une violation de la foi jurée.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σπονδή]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> violer un traité, une convention;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> violer <i>ou</i> trahir au mépris de la foi jurée : τινα qqn ; [[τι]] violer une parole, un traité ; [[οἱ]] παρεσπονδημένοι PLUT ceux qui sont victimes d'une violation de la foi jurée.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σπονδή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρασπονδέω [παράσπονδος] een verdrag schenden, verraden. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρασπονδέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[поступать вопреки договору]], [[нарушать договор]] (ἀδικεῖν καὶ π. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[делать жертвой]] (своего) вероломства (ἐξαπατᾶν καὶ π. τινα Plut.): παρασπονδηθέντες [[ὑπό]] τινος Plut. ставшие жертвой чьего-л. вероломства. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρασπονδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] αντίθετα προς μια [[συμμαχία]] ή [[συμφωνία]], [[σπάω]] [[συμφωνία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[παραβαίνω]] την [[πίστη]] μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., [[πάσχω]], μαστίζομαι από [[παραβίαση]] εμπιστοσύνης ή [[αθέτηση]] υπόσχεσης, στον ίδ. | |lsmtext='''παρασπονδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] αντίθετα προς μια [[συμμαχία]] ή [[συμφωνία]], [[σπάω]] [[συμφωνία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[παραβαίνω]] την [[πίστη]] μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., [[πάσχω]], μαστίζομαι από [[παραβίαση]] εμπιστοσύνης ή [[αθέτηση]] υπόσχεσης, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρασπονδέω''': εἶμαι [[παράσπονδος]], τὰς σπονδὰς καὶ συνθήκας [[παραβαίνω]], Δημ. 85. 22., 248. 20· εἴς τινα Διον. Ἁλ. 2. 98. ΙΙ. μεταβ., 1) π. τινα, [[παραβαίνω]] τὴν ὀφειλομένην εἴς τινα πίστιν, παρεσπόνδησαν τοὺς Ρηγίνους Πολύβ. 1. 7, 8· παρασπονδῆσαι τὸν ἕτερον Πλουτ. Σύλλ. 3. - Παθ., οὕς οὐ περιόψεσθαι παρεσπονδημένους Πολύβ. 3. 15, 7, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεσπονδημένοι· ἔκθεσμοι, παρηνομημένοι». 2) παρασπονδῶ πίστεις, δεξιάς, [[παραβαίνω]] ὑποσχέσεις μεθ’ ὅρκων γενομένας, κλ., Διον. Ἁλ. 6. 30., 7. 46. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to act [[contrary]] to an [[alliance]] or [[compact]], [[break]] a [[treaty]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[break]] [[faith]] with one, Polyb.:—Pass. to [[suffer]] by a [[breach]] of [[faith]], Polyb. | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to act [[contrary]] to an [[alliance]] or [[compact]], [[break]] a [[treaty]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[break]] [[faith]] with one, Polyb.:—Pass. to [[suffer]] by a [[breach]] of [[faith]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 2 October 2022
English (LSJ)
A break a compact or treaty, D.7.36, 18.71, Onos.37.3; εἴς τινα D.H.2.72. II trans., 1 π. τινάς break faith with them, Plb.1.7.8, cf. Plu.Sull.3; τοὺς παρεσπονδηκότας τὰς πόλεις IG 22.687.32:—Pass., suffer by a breach of faith, Plb.3.15.7, J. BJ1.19.4; ὑπό τινος Id.Vit.59. 2 π. πίστεις, δεξιάς, violate pledges, etc., D.H.6.30, 7.46.
German (Pape)
[Seite 499] gegen das Bündniß od. den Vertrag handeln; ἠδίκει καὶ παρεσπόνδει καὶ ἔλυε τὴν εἰρήνην, Dem. 18, 71; Sp., εἴς τινα, D. Hal. 2, 98. u. τινά, Jemanden durch Bundbrüchigkeit verletzen, gegen ihn den Bund brechen, Pol. 1, 7, 8; Plut. Sull. 3; auch πίστεις, δεξιάς, D. Hal. 6, 30. 7, 46; auch pass., παρεσπονδημένοι Pol. 3, 15, 7, u. öfter, wie D. Hal. 6, 80; Plut. Timol. 30 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. violer un traité, une convention;
2 tr. violer ou trahir au mépris de la foi jurée : τινα qqn ; τι violer une parole, un traité ; οἱ παρεσπονδημένοι PLUT ceux qui sont victimes d'une violation de la foi jurée.
Étymologie: παρά, σπονδή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασπονδέω [παράσπονδος] een verdrag schenden, verraden.
Russian (Dvoretsky)
παρασπονδέω:
1) поступать вопреки договору, нарушать договор (ἀδικεῖν καὶ π. Dem.);
2) делать жертвой (своего) вероломства (ἐξαπατᾶν καὶ π. τινα Plut.): παρασπονδηθέντες ὑπό τινος Plut. ставшие жертвой чьего-л. вероломства.
Greek Monotonic
παρασπονδέω: μέλ. -ήσω·
I. ενεργώ αντίθετα προς μια συμμαχία ή συμφωνία, σπάω συμφωνία, σε Δημ.
II. μτβ., παραβαίνω την πίστη μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., πάσχω, μαστίζομαι από παραβίαση εμπιστοσύνης ή αθέτηση υπόσχεσης, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπονδέω: εἶμαι παράσπονδος, τὰς σπονδὰς καὶ συνθήκας παραβαίνω, Δημ. 85. 22., 248. 20· εἴς τινα Διον. Ἁλ. 2. 98. ΙΙ. μεταβ., 1) π. τινα, παραβαίνω τὴν ὀφειλομένην εἴς τινα πίστιν, παρεσπόνδησαν τοὺς Ρηγίνους Πολύβ. 1. 7, 8· παρασπονδῆσαι τὸν ἕτερον Πλουτ. Σύλλ. 3. - Παθ., οὕς οὐ περιόψεσθαι παρεσπονδημένους Πολύβ. 3. 15, 7, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεσπονδημένοι· ἔκθεσμοι, παρηνομημένοι». 2) παρασπονδῶ πίστεις, δεξιάς, παραβαίνω ὑποσχέσεις μεθ’ ὅρκων γενομένας, κλ., Διον. Ἁλ. 6. 30., 7. 46.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to act contrary to an alliance or compact, break a treaty, Dem.
II. trans. to break faith with one, Polyb.:—Pass. to suffer by a breach of faith, Polyb.