παροικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἰκοδομέω]].
|btext=-ῶ :<br />bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἰκοδομέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παροικοδομέω''': οἰκοδομῶ πλησίον ἢ [[ἀπέναντι]] (πρβλ. [[παρατείχισμα]], Θουκ. 2. 75., 7. 6, 11. ΙΙ. τὰς εἰσόδους παροικοδομοῦσιν ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν αἵτινες καθιστῶσι τὰς εἰσόδους τῶν σίμβλων στενωτέρας οἰκοδομοῦσαι αὐτὰς ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· π. τὸ [[ὕδωρ]], ἀποφράττω διὰ τοίχου, Δημ. 1276. 10.
|elnltext=παρ-οικοδομέω bouwen naast.
}}
{{elru
|elrutext='''παροικοδομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[строить рядом]] (τεῖχός τινι Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[застраивать]], [[закрывать постройкой]] (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[замуровывать]], [[заделывать]] (τὰς εἰσόδους Arst.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτίζω]] δίπλα ή [[απέναντι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''παροικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτίζω]] δίπλα ή [[απέναντι]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παροικοδομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[строить рядом]] (τεῖχός τινι Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[застраивать]], [[закрывать постройкой]] (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[замуровывать]], [[заделывать]] (τὰς εἰσόδους Arst.).
|lstext='''παροικοδομέω''': οἰκοδομῶ πλησίον ἢ [[ἀπέναντι]] (πρβλ. [[παρατείχισμα]], Θουκ. 2. 75., 7. 6, 11. ΙΙ. τὰς εἰσόδους παροικοδομοῦσιν ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν αἵτινες καθιστῶσι τὰς εἰσόδους τῶν σίμβλων στενωτέρας οἰκοδομοῦσαι αὐτὰς ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· π. τὸ [[ὕδωρ]], ἀποφράττω διὰ τοίχου, Δημ. 1276. 10.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-οικοδομέω bouwen naast.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικοδομέω Medium diacritics: παροικοδομέω Low diacritics: παροικοδομέω Capitals: ΠΑΡΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: paroikodoméō Transliteration B: paroikodomeō Transliteration C: paroikodomeo Beta Code: paroikodome/w

English (LSJ)

A build across or past, Th.2.75; παροικοδομέω ἡμῖν τεῖχος Id.7.11.
II build up, παροικοδομέω τὰς εἰσόδους narrow them by building, Arist. HA623b32; παροικοδομέω τὸ ὕδωρ = keep the water off by a wall, D.55.17.

German (Pape)

[Seite 525] daneben bauen, τινὶ τεῖχος, Thuc. 7, 11; auch verbauen, καὶ ἀποφράττειν, Dem. 55, 17; τὰς εἰσόδους, ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, Arist. H. A. 9, 40; aber τὰς ὁδούς ist = am Wege bauen, D. C. 74, 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.
Étymologie: παρά, οἰκοδομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οικοδομέω bouwen naast.

Russian (Dvoretsky)

παροικοδομέω:
1) строить рядом (τεῖχός τινι Thuc.);
2) застраивать, закрывать постройкой (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);
3) замуровывать, заделывать (τὰς εἰσόδους Arst.).

Greek Monotonic

παροικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω δίπλα ή απέναντι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παροικοδομέω: οἰκοδομῶ πλησίον ἢ ἀπέναντι (πρβλ. παρατείχισμα, Θουκ. 2. 75., 7. 6, 11. ΙΙ. τὰς εἰσόδους παροικοδομοῦσιν ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν αἵτινες καθιστῶσι τὰς εἰσόδους τῶν σίμβλων στενωτέρας οἰκοδομοῦσαι αὐτὰς ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· π. τὸ ὕδωρ, ἀποφράττω διὰ τοίχου, Δημ. 1276. 10.

Middle Liddell

fut. ήσω
to build beside or across, Thuc.

Greek Monolingual

παροικοδομέω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», Θουκ.)
2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].