περικλείω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=enfermer tout autour, envelopper de toutes parts, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περικλείομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλείω]].
|btext=enfermer tout autour, envelopper de toutes parts, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περικλείομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλείω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περικλείω''': Ἰων. -[[κληίω]], ἀρχ. Ἀττ. -[[κλῄω]]· ([[κλείω]], [[κλείς]]). - Κλείω τι ὁλόγυρα, [[κλείω]] ἢ [[περιέχω]] [[πανταχόθεν]], κυκλῶ παταχόθεν, ἐκ τοῦ περικληίοντος οὔρεος Ἡρόδ. 3. 117, πρβλ. 7. 129, 198· ἵνα αἱ [[νῆες]] περικλῄσειαν Θουκ. 2. 90· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικλῄσασθαι τὰς [[ναῦς]] τῶν ἐναντίων, κυκλῶσαι [[πανταχόθεν]], ὁ αὐτ. 2. 100.
|elnltext=περι-κλείω, Ion. περικληΐω, ouder Att. περικλῄω omsluiten, omsingelen, ook med.
}}
{{elru
|elrutext='''περικλείω:''' ион. [[περικληΐω]], атт. [[περικλῄω]] тж. med. замыкать, запирать ([[πεδίον]] περικεκληϊμένον οὔρεϊ [[πάντοθεν]] Her.; med. τὰς [[ναῦς]] τῶν ἐναντίων Thuc.): εἰς ἀνενεργησίαν αὐτὸν περικλείεσθαι Sext. замкнуться в бездействии.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περικλείω:''' Ιων. -κληΐω, [[παλιός]] Αττ. -[[κλῄω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[κλείνω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[περικυκλώνω]] από όλες τις πλευρές, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., περικλῄσασθαι [[τὰς]] [[ναῦς]], για να τις περικυκλώσει, σε Θουκ.· και στην Παθ., <i>ὑπὸπλήθους περικλῃόμενοι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''περικλείω:''' Ιων. -κληΐω, [[παλιός]] Αττ. -[[κλῄω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[κλείνω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[περικυκλώνω]] από όλες τις πλευρές, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., περικλῄσασθαι [[τὰς]] [[ναῦς]], για να τις περικυκλώσει, σε Θουκ.· και στην Παθ., <i>ὑπὸπλήθους περικλῃόμενοι</i>, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περικλείω:''' ион. [[περικληΐω]], атт. [[περικλῄω]] тж. med. замыкать, запирать ([[πεδίον]] περικεκληϊμένον οὔρεϊ [[πάντοθεν]] Her.; med. τὰς [[ναῦς]] τῶν ἐναντίων Thuc.): εἰς ἀνενεργησίαν αὐτὸν περικλείεσθαι Sext. замкнуться в бездействии.
|lstext='''περικλείω''': Ἰων. -[[κληίω]], ἀρχ. Ἀττ. -[[κλῄω]]· ([[κλείω]], [[κλείς]]). - Κλείω τι ὁλόγυρα, [[κλείω]] ἢ [[περιέχω]] [[πανταχόθεν]], κυκλῶ παταχόθεν, ἐκ τοῦ περικληίοντος οὔρεος Ἡρόδ. 3. 117, πρβλ. 7. 129, 198· ἵνα αἱ [[νῆες]] περικλῄσειαν Θουκ. 2. 90· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικλῄσασθαι τὰς [[ναῦς]] τῶν ἐναντίων, κυκλῶσαι [[πανταχόθεν]], ὁ αὐτ. 2. 100.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-κλείω, Ion. περικληΐω, ouder Att. περικλῄω omsluiten, omsingelen, ook med.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic -[[κληίω]] old [[attic]] -[[κλῄω]] fut. -σω<br />to [[shut]] in all [[round]], [[surround]] on all sides, Hdt., Thuc.; so in Mid., περικλῄσασθαι τὰς [[ναῦς]] to get them surrounded, Thuc.; and in Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Thuc.
|mdlsjtxt=ionic -[[κληίω]] old [[attic]] -[[κλῄω]] fut. -σω<br />to [[shut]] in all [[round]], [[surround]] on all sides, Hdt., Thuc.; so in Mid., περικλῄσασθαι τὰς [[ναῦς]] to get them surrounded, Thuc.; and in Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλείω Medium diacritics: περικλείω Low diacritics: περικλείω Capitals: ΠΕΡΙΚΛΕΙΩ
Transliteration A: perikleíō Transliteration B: perikleiō Transliteration C: perikleio Beta Code: periklei/w

English (LSJ)

Ion. περι-κληΐω, old Att. περι-κλῄω, (κλείω (A), κλείς) A shut in all round, enclose, ἐκ τοῦ περικληΐοντος ὄρεος Hdt.3.117, cf. 7.129,198; ὅπως αἱ νῆες περικλῄσειαν Th.2.90: abs., περικλειούσης θαλάττης Ph.2.544:—Med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων get them surrounded, Th.7.52:—Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Id.2.100. II metaph., in Pass., to be confined, reduced, εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους D.S.16.35; εἰς ἀνενεργησίαν S.E.M.11.162, cf. POxy.1666.12 (iii A.D.):— later in Act., limit, εἰς τρία τὴν πραγματείαν Steph.in Hp.1.179; ἐπεὶ δέ με ὁ χρόνος περιέκλειε τὸ τέλος ἐπάγων Vett. Val.354.1.

German (Pape)

[Seite 579] (s. κλείω), ion. περικληΐω, u. altatt. περικλῄω, umschließen, rings einschließen; πεδίον περικεκληϊμένον οὔρεϊ πάντοθεν, Her. 3, 117, vgl. 7, 129; ὑπὸ τοῦ πλήθους περικλῃόμενοι, Thuc. 2, 100; u. im med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς, 7, 52; Sp., wie Pol. 1, 53, 10; εἰς ἀνενεργησίαν περικλείεσθαι, S. Emp. adv. eth. 162.

French (Bailly abrégé)

enfermer tout autour, envelopper de toutes parts, acc.;
Moy. περικλείομαι m. sign.
Étymologie: περί, κλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κλείω, Ion. περικληΐω, ouder Att. περικλῄω omsluiten, omsingelen, ook med.

Russian (Dvoretsky)

περικλείω: ион. περικληΐω, атт. περικλῄω тж. med. замыкать, запирать (πεδίον περικεκληϊμένον οὔρεϊ πάντοθεν Her.; med. τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων Thuc.): εἰς ἀνενεργησίαν αὐτὸν περικλείεσθαι Sext. замкнуться в бездействии.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και περικλείνω Ν, και ιων. τ. περικληΐω, παλ. τ. περικλήω, Α κλείω
1. κλείνω κάτι γύρω γύρω, περιβάλλω, περιφράζω
2. περικυκλώνω
νεοελλ.
περιέχω, περιλαμβάνω, εμπεριέχω
αρχ.
1. περιορίζω («εἰς τρία τὴν πραγματείαν περικλείειν», Στέφ.)
2. παθ. περικλείομαι
μτφ. περιπίπτω («Φίλιππος εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους περικλεισθείς», Διόδ.).

Greek Monotonic

περικλείω: Ιων. -κληΐω, παλιός Αττ. -κλῄω, μέλ. -σω, κλείνω κάτι ολόγυρα, περικυκλώνω από όλες τις πλευρές, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς, για να τις περικυκλώσει, σε Θουκ.· και στην Παθ., ὑπὸπλήθους περικλῃόμενοι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περικλείω: Ἰων. -κληίω, ἀρχ. Ἀττ. -κλῄω· (κλείω, κλείς). - Κλείω τι ὁλόγυρα, κλείωπεριέχω πανταχόθεν, κυκλῶ παταχόθεν, ἐκ τοῦ περικληίοντος οὔρεος Ἡρόδ. 3. 117, πρβλ. 7. 129, 198· ἵνα αἱ νῆες περικλῄσειαν Θουκ. 2. 90· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων, κυκλῶσαι πανταχόθεν, ὁ αὐτ. 2. 100.

Middle Liddell

ionic -κληίω old attic -κλῄω fut. -σω
to shut in all round, surround on all sides, Hdt., Thuc.; so in Mid., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς to get them surrounded, Thuc.; and in Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Thuc.