πολύφλοισβος: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />au bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φλοῖσβος]]. | |btext=ος, ον :<br />au bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φλοῖσβος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολύφλοισβος -ον [πολύς, φλοῖσβος] luid bruisend:. μέτρα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης de grenzen van de luid bruisende zee Hes. Op. 648. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύφλοισβος:''' [[многошумный]], [[ревущий]], [[бушующий]] ([[θάλασσα]] Hom., Hes., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πολύφλοισβος:''' -ον, αυτός που παφλάζει με [[δύναμη]], ηχεί [[δυνατά]], [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ. | |lsmtext='''πολύφλοισβος:''' -ον, αυτός που παφλάζει με [[δύναμη]], ηχεί [[δυνατά]], [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολύφλοισβος''': -ον, [[πολύηχος]], [[πολυτάραχος]], [[πολυκίνητος]], πολυφλοίσβοιο θαλάσης Ἰλ. Α. 34, Β. 209, Ὀδ. Ν. 85, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Ἀρχίλ. 8, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-φλοισβος, ον,<br />[[loud]]-[[roaring]], [[θάλασσα]] Hom., etc. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-φλοισβος, ον,<br />[[loud]]-[[roaring]], [[θάλασσα]] Hom., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, loud-roaring, θάλασσα Il.1.34, Hes. Op.648, Archil.9.3, Diph.126.4, etc.; σπουδή confused dissertation, Olymp.Alch.p.92 B.
German (Pape)
[Seite 676] viel od. laut rauschend; Beiname des Meeres, Il. 1, 34. 6, 347 u. öfter, wie Hes.; Archil. 48 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: πολύς, φλοῖσβος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφλοισβος -ον [πολύς, φλοῖσβος] luid bruisend:. μέτρα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης de grenzen van de luid bruisende zee Hes. Op. 648.
Russian (Dvoretsky)
πολύφλοισβος: многошумный, ревущий, бушующий (θάλασσα Hom., Hes., Plut.).
English (Autenrieth)
(φλοῖσβος): loudroaring, always πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφλοισβος, -ον, ΝΑ
(για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.
β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο γεμάτος θόρυβο
2. υπερπλήρης, ξέχειλος
3. μτφ. άφθονος
4. φρ. «πολύφλοισβος σπουδή» — συγκεχυμένη μελέτη, συγκεχυμένη πραγματεία.
επίρρ...
πολυφλοίσβως
κατά τρόπο πολύφλοισβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φλοῖσβος (πρβλ. βαρύ-φλοισβος)].
Greek Monotonic
πολύφλοισβος: -ον, αυτός που παφλάζει με δύναμη, ηχεί δυνατά, θάλασσα, σε Όμηρ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφλοισβος: -ον, πολύηχος, πολυτάραχος, πολυκίνητος, πολυφλοίσβοιο θαλάσης Ἰλ. Α. 34, Β. 209, Ὀδ. Ν. 85, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Ἀρχίλ. 8, κλπ.