πολύδενδρος: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />abondant en arbres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δένδρον]]. | |btext=ος, ον :<br />abondant en arbres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δένδρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολύδενδρος -ον, ep. πολυδένδρεος [πολύς, δένδρον] dat. plur. πολυδένδρεσσι, bosrijk. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύδενδρος:''' (dat. pl. πολυδένδρεσσι) Eur. = [[πολυδένδρεος]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πολύδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] δέντρα, [[άφθονος]] σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. <i>πολυδένδρεσσι</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''πολύδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] δέντρα, [[άφθονος]] σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. <i>πολυδένδρεσσι</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολύδενδρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα, [[πλούσιος]] εἰς ἀφθονίαν δένδρων, ἐπὶ χώρας, Στράβ. 826· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι Εὐρ. Βάκχ. 560. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-δενδρος, ον, [[δένδρον]]<br />with [[many]] trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-δενδρος, ον, [[δένδρον]]<br />with [[many]] trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, abounding in trees, of a country, Str.17.3.4: heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμαις = deep-wooded coverts of Olympus, much-wooded coverts of Olympos E.Ba.560 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 661] = Vorigem; Eur. hat den dat. plur. πολυδένδρεσσιν (s. δένδρος), Bacch. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en arbres.
Étymologie: πολύς, δένδρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύδενδρος -ον, ep. πολυδένδρεος [πολύς, δένδρον] dat. plur. πολυδένδρεσσι, bosrijk.
Russian (Dvoretsky)
πολύδενδρος: (dat. pl. πολυδένδρεσσι) Eur. = πολυδένδρεος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύδενδρος, -ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ.
β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και πάμφορος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δένδρον (πρβλ. ά-δενδρος)].
Greek Monotonic
πολύδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά δέντρα, άφθονος σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα, πλούσιος εἰς ἀφθονίαν δένδρων, ἐπὶ χώρας, Στράβ. 826· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι Εὐρ. Βάκχ. 560.
Middle Liddell
πολύ-δενδρος, ον, δένδρον
with many trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.