πολύδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />abondant en arbres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δένδρον]].
|btext=ος, ον :<br />abondant en arbres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δένδρον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύδενδρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα, [[πλούσιος]] εἰς ἀφθονίαν δένδρων, ἐπὶ χώρας, Στράβ. 826· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι Εὐρ. Βάκχ. 560.
|elnltext=πολύδενδρος -ον, ep. πολυδένδρεος [πολύς, δένδρον] dat. plur. πολυδένδρεσσι, bosrijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύδενδρος:''' (dat. pl. πολυδένδρεσσι) Eur. = [[πολυδένδρεος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολύδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] δέντρα, [[άφθονος]] σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. <i>πολυδένδρεσσι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] δέντρα, [[άφθονος]] σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. <i>πολυδένδρεσσι</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύδενδρος:''' (dat. pl. πολυδένδρεσσι) Eur. = [[πολυδένδρεος]].
|lstext='''πολύδενδρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα, [[πλούσιος]] εἰς ἀφθονίαν δένδρων, ἐπὶ χώρας, Στράβ. 826· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι Εὐρ. Βάκχ. 560.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύδενδρος -ον, ep. πολυδένδρεος [πολύς, δένδρον] dat. plur. πολυδένδρεσσι, bosrijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-δενδρος, ον, [[δένδρον]]<br />with [[many]] trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-δενδρος, ον, [[δένδρον]]<br />with [[many]] trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́δενδρος Medium diacritics: πολύδενδρος Low diacritics: πολύδενδρος Capitals: ΠΟΛΥΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: polýdendros Transliteration B: polydendros Transliteration C: polydendros Beta Code: polu/dendros

English (LSJ)

ον, abounding in trees, of a country, Str.17.3.4: heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμαις = deep-wooded coverts of Olympus, much-wooded coverts of Olympos E.Ba.560 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 661] = Vorigem; Eur. hat den dat. plur. πολυδένδρεσσιν (s. δένδρος), Bacch. 560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en arbres.
Étymologie: πολύς, δένδρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδενδρος -ον, ep. πολυδένδρεος [πολύς, δένδρον] dat. plur. πολυδένδρεσσι, bosrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύδενδρος: (dat. pl. πολυδένδρεσσι) Eur. = πολυδένδρεος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδενδρος, -ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ.
β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και πάμφορος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δένδρον (πρβλ. ά-δενδρος)].

Greek Monotonic

πολύδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά δέντρα, άφθονος σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα, πλούσιος εἰς ἀφθονίαν δένδρων, ἐπὶ χώρας, Στράβ. 826· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι Εὐρ. Βάκχ. 560.

Middle Liddell

πολύ-δενδρος, ον, δένδρον
with many trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.