σάνδαλον: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (τό) :<br />sandale.<br /><i><b>Étym.</b> pers.</i> sandal « chaussure ». | |btext=ου (τό) :<br />sandale.<br /><i><b>Étym.</b> pers.</i> sandal « chaussure ». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σάνδαλον -ου, τό Aeol. σάμβαλον sandaal. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σάνδᾰλον:''' эол. [[σάμβαλον|σάμβᾰλον]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[сандалия]] (деревянная подошва с ремнями) HH;<br /><b class="num">2)</b> [[сандал]] (род камбалы) Luc. | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''σάνδᾰλον:''' τό, [[υπόδημα]] με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το [[πέλμα]] και τον αστράγαλο· [[σανδάλι]], πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική [[λέξη]]). | |lsmtext='''σάνδᾰλον:''' τό, [[υπόδημα]] με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το [[πέλμα]] και τον αστράγαλο· [[σανδάλι]], πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική [[λέξη]]). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σάνδᾰλον''': τό, [[ὑπόδημα]] προσδενόμενον διὰ λωρίων κατὰ τὸ ἄνω [[μέρος]] τοῦ ποδός, <br />Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 20· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 79, 83μ 139· περὶ τῶν Τυρρηνικῶν σανδαλίων ἴδε Meineike εἰς Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Πολυδ. Ζ΄ 86 κἑξ.· - Αἰολ. [[σάμβαλον]] Σαπφὼ 99, Ἀνθ. Π. 6. 267, ἴδε Bgk. εἰς Ἀνακρ. 15· ὑποκοριστ. σαμβαλίσκος, ὁ, ἑτερογεν. πληθ. -ίσκα, Ἱππῶναξ 12. ΙΙ. [[πλατύς]] τις ἰχθύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Β· [[ὡσαύτως]] [[σανδάλιον]], καθ’ Ἡσύχ. ταὐτὸν καὶ [[ψῆττα]], ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἀλκίφρονος 1. 7. (Πιθαν. παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ sandal (calceus)). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 22:00, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, A sandal, Eup.295; mostly in plural, sandals, h.Merc. 79,83,139, etc.; Aeol. σάμβᾰλον Eumel.13 K., Sapph.98, AP6.267 (Diotim.). II a flat fish, Matro Conv.76; also σανδάλιον, identified by Hsch. with ψῆττα, but distinguished from it by Alciphr.1.7.
German (Pape)
[Seite 860] τό, äol. σάμβαλον, w. m. vgl., gew. im plur., eine hölzerne Sohle, mit Riemen um den Oberfuß festgebunden; zuerst im h. Hom. Merc. 79. 83. 139; später eine Art Weiberschuh, z. B. der Omphale, vgl. Poll. 7, 87.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sandale.
Étym. pers. sandal « chaussure ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάνδαλον -ου, τό Aeol. σάμβαλον sandaal.
Russian (Dvoretsky)
σάνδᾰλον: эол. σάμβᾰλον τό
1) сандалия (деревянная подошва с ремнями) HH;
2) сандал (род камбалы) Luc.
Spanish
Greek Monolingual
το, ΜΑ
βλ. σάνδαλο.
Greek Monotonic
σάνδᾰλον: τό, υπόδημα με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το πέλμα και τον αστράγαλο· σανδάλι, πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική λέξη).
Greek (Liddell-Scott)
σάνδᾰλον: τό, ὑπόδημα προσδενόμενον διὰ λωρίων κατὰ τὸ ἄνω μέρος τοῦ ποδός,
Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 20· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 79, 83μ 139· περὶ τῶν Τυρρηνικῶν σανδαλίων ἴδε Meineike εἰς Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Πολυδ. Ζ΄ 86 κἑξ.· - Αἰολ. σάμβαλον Σαπφὼ 99, Ἀνθ. Π. 6. 267, ἴδε Bgk. εἰς Ἀνακρ. 15· ὑποκοριστ. σαμβαλίσκος, ὁ, ἑτερογεν. πληθ. -ίσκα, Ἱππῶναξ 12. ΙΙ. πλατύς τις ἰχθύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Β· ὡσαύτως σανδάλιον, καθ’ Ἡσύχ. ταὐτὸν καὶ ψῆττα, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἀλκίφρονος 1. 7. (Πιθαν. παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ sandal (calceus)).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: sandal(s) (h. Merc.); name of a flatfish (Matro; Strömberg Fischn. 37);
Other forms: pl. -α. Also σάμβαλον (Eumel., Sapph., AP)
Compounds: σανδαλοθήκη sandal case (Men., Delos IIa); σαμ-βαλ-ούχη, -ουχίς f. sandalchest (Herod.), -ίσκα pl. n. (Hippon. 18 = 32 Masson; s. comm.).
Derivatives: σανδάλ-ιον (IA.), -ίσκον (Ar.); also -ίς, -ίδος f. kind of date (Plin.), -ώδης sandal-like (sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Also σάμβαλον n. -- On νδ σάνδαλον μβ cf. κορίαμβλον-κορίανδρον; diff. adoption of a foreign word (Schwyzer 303)?; s. also Kronasser Etymologie I 91. -- Origin unknown; cf. σαγγάριος H. s. σκυτεύς; τζαγγάριος (τσ-) m. manufacturer of Parthian τζάγγαι (pap. VIp; ?). -- From Greek Lat. sandalium, Fr. sandale, NPers. ṣandal etc. - Furnée 153, 389 mentions also σέμπαδα ὑποδήματα H. (to be read *σέμπαλα?).
Middle Liddell
σάνδᾰλον, ου, τό,
a wooden sole, bound by straps round the instep and ankle, mostly in plural sandals, Hhymn., etc. [Prob. a Persian word.]
Frisk Etymology German
σάνδαλον: {sándalon}
Forms: pl. -α
Grammar: n.,
Meaning: ‘Sandale(n)’ (seit h. Merc.), N. eines Plattfisches (Matro; Strömberg Fischn. 37);
Composita: σανδαλοθήκη Sandalkasten (Men., Delos IIa).
Derivative: Davon σανδάλιον (ion. att.), -ίσκον (Ar.); auch -ίς, -ίδος f. Art Dattel (Plin.), -ώδης sandalähnlich (Sch.).
Etymology: Auch σάμβαλον n. (Eumel., Sapph., AP), σαμβαλούχη, -ουχίς f. Sandalkasten (Herod.), -ίσκα pl. n. (Hip- pon. 18 = 32 Masson; s. Komm.). — Der Wechsel νδ ~ μβ ist dunkel; verschiedene Aufnahme eines Fremdworts (Schwyzer 303)?; s. auch Kronasser Etymologie I 91. — Herkunft unbekannt; vgl. σαγγάριος H. s. σκυτεύς; τζαγγάριος (τσ-) m. Verfertiger der parthischen τζάγγαι (Pap. VIp). — Aus dem Griech. lat. sandalium, frz. sandale, npers. ṣandal usw.
Page 2,675