ψύθος: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />mensonge.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυθ ; cf. [[ψεύδω]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />mensonge.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυθ ; cf. [[ψεύδω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ψύθος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ ψεύδω?] leugen, valsheid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψύθος:''' εος (ῠ) τό Aesch. = [[ψεῦδος]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ψύθος:''' [ῠ], -εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ισοδ. του [[ψεῦδος]], [[ψέμα]], [[αναλήθεια]], [[συκοφαντία]], [[διαβολή]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ψύθος:''' [ῠ], -εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ισοδ. του [[ψεῦδος]], [[ψέμα]], [[αναλήθεια]], [[συκοφαντία]], [[διαβολή]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ψύθος''': [ῠ], εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ταυτόσημος τῷ [[ψεῦδος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ [[αὐτόθι]] 999, [[ἔνθα]] τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - [[οὕτως]] ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ [[ψύθος]] οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. [[εἶναι]] προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ [[οὔνομα]]. ([[ἐντεῦθεν]] [[ψυθίζω]], ἴδε [[ψεύδομαι]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:55, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό, poet. collat. form for ψεῦδος, lie, untruth, A.Ag. 478 (lyr.), 999 (lyr., pl.), 1089 (pl.):—in Call.Fr.184, οὐ ψύθος οὔνομ' ἔχουσα, ψ. is a Subst. in appos. with οὔνομα.
German (Pape)
[Seite 1402] τό, seltnere poet. Nebenform statt ψεῦδος, 1) Lüge, Ohrenbläserei, Verleumdung, Aesch. Ag. 465. 1059. – 2) als adj. lügenhaft, verleumderisch, falsch, unwahr, Callim. frg. 184.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
mensonge.
Étymologie: R. Ψυθ ; cf. ψεύδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψύθος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ ψεύδω?] leugen, valsheid.
Russian (Dvoretsky)
ψύθος: εος (ῠ) τό Aesch. = ψεῦδος.
Greek Monolingual
και ψύδος, -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) ψεύδος, ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ψύδος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ψεύδομαι, ενώ ο τ. ψύθος εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. ψιθυρίζω)].
Greek Monotonic
ψύθος: [ῠ], -εος, τό, ποιητ. τύπος ισοδ. του ψεῦδος, ψέμα, αναλήθεια, συκοφαντία, διαβολή, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
ψύθος: [ῠ], εος, τό, ποιητ. τύπος ταυτόσημος τῷ ψεῦδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ αὐτόθι 999, ἔνθα τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - οὕτως ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ ψύθος οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. εἶναι προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ οὔνομα. (ἐντεῦθεν ψυθίζω, ἴδε ψεύδομαι).
Middle Liddell
ψῠ́θος, ος, εος, τό,
a lie, untruth, Aesch. poet. collat. form of ψεῦδος
Frisk Etymology German
ψύθος: {psúthos}
See also: s. ψεῦδος.
Page 2,1140