πολύκλειτος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κλειτός]].
|btext=ος, ον :<br />très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κλειτός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκλειτος -η -ον [πολύς, κλειτός] zeer beroemd.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκλειτος:''' [[весьма славный]], [[прославленный]] ([[γένος]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκλειτος:''' -η, -ον, [[περίφημος]], [[περιβόητος]], διακεκριμένος, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πολύκλειτος:''' -η, -ον, [[περίφημος]], [[περιβόητος]], διακεκριμένος, σε Πίνδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκλειτος -η -ον [πολύς, κλειτός] zeer beroemd.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκλειτος:''' [[весьма славный]], [[прославленный]] ([[γένος]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κλειτος, η, ον<br />far-famed, Pind.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κλειτος, η, ον<br />far-famed, Pind.
}}
}}

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κλειτος Medium diacritics: πολύκλειτος Low diacritics: πολύκλειτος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: polýkleitos Transliteration B: polykleitos Transliteration C: polykleitos Beta Code: polu/kleitos

English (LSJ)

η, ον, (κλείω B) far-famed, Pi.O.6.71, Fr. 194.

German (Pape)

[Seite 664] viel od. sehr berühmt, γένος, Pind. Ol. 6, 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλειτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκλειτος -η -ον [πολύς, κλειτός] zeer beroemd.

Russian (Dvoretsky)

πολύκλειτος: весьма славный, прославленный (γένος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.

English (Slater)

πολύκλειτος of great renown ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4.

Spanish

que tiene gran fama

Greek Monolingual

-η, -ο, Α
διάσημος, ονομαστός («ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾱν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλειτός (Ι) «φημισμένος» (πρβλ. πάγ-κλειτος)].

Greek Monotonic

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, περιβόητος, διακεκριμένος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πολύ-κλειτος, η, ον
far-famed, Pind.