τροχίλος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>n. d'oiseau</i> :<br /><b>1</b> roitelet;<br /><b>2</b> petit oiseau des bords du Nil, <i>c.</i> [[κλαδαρόρυγχος]];<br /><b>II.</b> treuil, poulie;<br /><b>III.</b> <i>t. d'archit.</i> nacelle (partie de la base d'une colonne, cf. [[σκοτία]]).<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>n. d'oiseau</i> :<br /><b>1</b> roitelet;<br /><b>2</b> petit oiseau des bords du Nil, <i>c.</i> [[κλαδαρόρυγχος]];<br /><b>II.</b> treuil, poulie;<br /><b>III.</b> <i>t. d'archit.</i> nacelle (partie de la base d'une colonne, cf. [[σκοτία]]).<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τροχίλος -ου, ὁ [τρέχω] renvogel, pluvier (vogel). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροχίλος:''' (ῐ), иногда τροχῖλος, [[varia lectio|v.l.]] [[τροχεῖλος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[птица ржанка египетская]] («[[крокодилий сторож]]») (Pluvianus [[sive]] Carsorius [[Aegyptius]]) Her.;<br /><b class="num">2)</b> предполож. [[птица крапивник]] (Troglodytes [[parvulus]]) Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τροχίλος:''' [ῐ], ὁ ([[τρέχω]]), μικρό [[πτηνό]], [[νεροκότσυφας]], για τον οποίο λέγεται ότι βγάζει τις βδέλλες από το [[στόμα]] του κροκόδειλου, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''τροχίλος:''' [ῐ], ὁ ([[τρέχω]]), μικρό [[πτηνό]], [[νεροκότσυφας]], για τον οποίο λέγεται ότι βγάζει τις βδέλλες από το [[στόμα]] του κροκόδειλου, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τροχῐ́λος, ὁ, [[τρέχω]]<br />a [[small]] [[bird]], the sandpiper, said to [[pick]] leeches out of the [[crocodile]]'s [[throat]], Hdt. | |mdlsjtxt=τροχῐ́λος, ὁ, [[τρέχω]]<br />a [[small]] [[bird]], the sandpiper, said to [[pick]] leeches out of the [[crocodile]]'s [[throat]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:15, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (τρέχω)
A Egyptian plover, Charadrius melanocephalus (or perhaps spur-winged plover, Hoplopterus spinosus), said to pick leeches from the crocodile's throat by Hdt.2.68; or to pick the crocodile's teeth by Arist.HA612a21; cf. Ar.Av.79, Ach.876, Pax 1004 (anap.), Clearch.73, Ael.NA3.11, 8.25, 12.15.
2 wren, Troglodytes europaeus, Arist.HA615a17, Plu.2.405d; cf. τύραννος 1.4.
II Archit., hollow between the mouldings on the base of a column, also called scotia, Vitr.3.5.2.
III sheave in block-and-tackle equipment, Pl.R.397a (v.l.), IG22.1672.156,241, Hero Bel.85.4, Spir.1.26, al., Eust.1534.8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. n. d'oiseau :
1 roitelet;
2 petit oiseau des bords du Nil, c. κλαδαρόρυγχος;
II. treuil, poulie;
III. t. d'archit. nacelle (partie de la base d'une colonne, cf. σκοτία).
Étymologie: τρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροχίλος -ου, ὁ [τρέχω] renvogel, pluvier (vogel).
Russian (Dvoretsky)
τροχίλος: (ῐ), иногда τροχῖλος, v.l. τροχεῖλος ὁ
1) птица ржанка египетская («крокодилий сторож») (Pluvianus sive Carsorius Aegyptius) Her.;
2) предполож. птица крапивник (Troglodytes parvulus) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τροχίλος: ὁ, (τρέχω) μικρόν τι πτηνὸν παρυδάτιον, περὶ οὗ ὁ Ἡρόδ. λέγει ὅτι ἐξάγει τὰς βδέλλας ἐκ τοῦ στόματος τοῦ κροκοδείλου, ἴδε Bähr εἰς Ἡρόδ. 2. 68· ὁ δὲ Ἀριστ. ἐν τῇ περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 6 λέγει: «τῶν δὲ κροκοδείλων χασκόντων οἱ τροχίλοι καθαίρουσιν εἰσπετόμενοι τοὺς ὀδόντας, καὶ αὐτοὶ μὲν τροφὴν λαμβάνουσιν, ὁ δὲ ὠφελούμενος αἰσθάνεται καὶ οὐ βλάπτει», πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 79, Ἀχ. 876, Εἰρ. 1004, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11., 8. 25· καλεῖται καὶ κλαδαρόρυγχος (ἴδε τὴν λέξιν)· - εἶναι τὸ πτηνὸν Charadrius Aegyptiacus, καὶ καλεῖται ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ziczac (ὡς ἐκ τῆς φωνῆς του)· δὲν ἐξάγει δὲ βδέλλας ἀλλ’ ἐμπίδας καὶ κώνωπας ἐκ τοῦ ἀνεῳγμένου στόματος τοῦ κροκοδείλου. 2) μικρόν τι χερσαῖον πτηνόν, πιθαν. ὁ ὀρχίλος, Tr?glodytes europaeus· καλούμενος καὶ πρέσβυς καὶ βασιλεύς, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 11, 5· ὁ δὲ μετὰ λόφου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐκαλεῖτο τύραννος, αὐτόθι 8. 3, 5· rex avium παρὰ Πλιν. 8. 37. ΙΙ. Ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ κοίλη ἐσοχὴ ἡ μεταξὺ τῶν δύο σπειρῶν τῆς βάσεως Ἰωνικοῦ κίονος, καλουμένη καὶ σκοτία, Βιτρούβ. 3. 3, κλπ. ΙΙ. = τροχιλία, Εὐστ. 1534. 8. Τὰ ἐκ τῶν ποιητῶν παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι τροχίλος [ῐ], οὐχὶ τροχῖλος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ν
αρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών της βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτία
νεοελλ.
στον πληθ. οι τρόχιλοι
ζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών του Νέου Κόσμου
νεοελλ.-μσν.
μηχανισμός ανύψωσης βαρών, τροχαλία, μακαράς
αρχ.
1. μικρό ταχύπτερο παρυδάτιο πτηνό το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, έβγαζε τις βδέλλες ή τα κουνούπια από το στόμα τών κροκοδείλων, ο κλαδαρόρυγχος
2. το πτηνό πρέσβυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόχος ή τροχός + επίθημα -ιλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργ-ίλος, φρυγ-ίλος)].
Greek Monotonic
τροχίλος: [ῐ], ὁ (τρέχω), μικρό πτηνό, νεροκότσυφας, για τον οποίο λέγεται ότι βγάζει τις βδέλλες από το στόμα του κροκόδειλου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
τροχῐ́λος, ὁ, τρέχω
a small bird, the sandpiper, said to pick leeches out of the crocodile's throat, Hdt.