θαυμασμός: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />étonnement, admiration.<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />étonnement, admiration.<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θαυμασμός:''' ὁ [[удивление]], [[восхищение]] (θ. καὶ [[σεμνότης]] Sext.): θαυμασμὸν ἔχειν Plut. вызывать изумление.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαυμασμός:''' ὁ ([[θαυμάζω]]), [[θαυμασμός]], [[έκπληξη]], σε Πλούτ., κ.λπ.
|lsmtext='''θαυμασμός:''' ὁ ([[θαυμάζω]]), [[θαυμασμός]], [[έκπληξη]], σε Πλούτ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''θαυμασμός:''' ὁ [[удивление]], [[восхищение]] (θ. καὶ [[σεμνότης]] Sext.): θαυμασμὸν ἔχειν Plut. вызывать изумление.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θαυμασμός]], ὁ, [[θαυμάζω]]<br />a marvelling, Plut., etc.
|mdlsjtxt=[[θαυμασμός]], ὁ, [[θαυμάζω]]<br />a marvelling, Plut., etc.
}}
}}

Revision as of 13:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμασμός Medium diacritics: θαυμασμός Low diacritics: θαυμασμός Capitals: ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ
Transliteration A: thaumasmós Transliteration B: thaumasmos Transliteration C: thavmasmos Beta Code: qaumasmo/s

English (LSJ)

ὁ, marvelling, Phld.Rh.2.57 S., Corn.ND2, Dius ap. Stob.4.21.16, S.E.M.9.17, Plu.Aem.39, etc.

German (Pape)

[Seite 1189] ὁ, Bewunderung; Plut. Aem. Paul. 39; S. Emp. adv. math. 9, 17 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
étonnement, admiration.
Étymologie: θαυμάζω.

Russian (Dvoretsky)

θαυμασμός:удивление, восхищение (θ. καὶ σεμνότης Sext.): θαυμασμὸν ἔχειν Plut. вызывать изумление.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμασμός: ὁ, τὸ θαυμάζειν, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 46, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 17, Πλούτ. Αἰμιλ. 39, κτλ.

Greek Monolingual

και θαμασμός, ο (AM θαυμασμός, Μ και θαμαγμός) θαυμάζω
το να θαυμάζει κάποιος κάτι ή κάποιον, βαθιά εκτίμηση, σεβασμός
νεοελλ.
έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα για κάτι εξαιρετικό και υπέροχο ή για κάτι παράδοξο και ανεξήγητο
μσν.
τρομάρα, λαχτάρα.

Greek Monotonic

θαυμασμός: ὁ (θαυμάζω), θαυμασμός, έκπληξη, σε Πλούτ., κ.λπ.

Middle Liddell

θαυμασμός, ὁ, θαυμάζω
a marvelling, Plut., etc.