κυναγός: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[κυνηγός]].<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ἄγω]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[κυνηγός]].<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ἄγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνᾱγός:''' ὁ и ἡ дор. = [[κυνηγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνᾱγός:''' ὁ, ἡ, Δωρ. και Αττ. αντί [[κυνηγός]] ([[ἄγω]])· αυτός που οδηγεί τα κυνηγετικά σκυλιά, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''κῠνᾱγός:''' ὁ, ἡ, Δωρ. και Αττ. αντί [[κυνηγός]] ([[ἄγω]])· αυτός που οδηγεί τα κυνηγετικά σκυλιά, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνᾱγός:''' ὁ и ἡ дор. = [[κυνηγός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνᾱγός Medium diacritics: κυναγός Low diacritics: κυναγός Capitals: ΚΥΝΑΓΟΣ
Transliteration A: kynagós Transliteration B: kynagos Transliteration C: kynagos Beta Code: kunago/s

English (LSJ)

Dor. for κυνηγός, (ἄγω)
A hound-leader, i.e. huntsman, A. Ag.695 (lyr.), etc.; as adjective, τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν S.El.563; κυναγὲ παρσένε = huntress-maid, Ar.Lys.1270 (lyr.); Ἔρως ὁ Κύπριδος κ. Tim. Com.2:—fem. κυνηγίς, ίδος, huntress, name of a comedy by Philetaerus; also (sc. ναῦς), hunting-boat, Theb.Ostr.77 (i A.D.).— Trag. and Com. use κυναγός even in trim., cf. Phryn.399, and v. κυνηγία:—later κυνηγός Arist.HA579b28, Callix.2, PPetr.3p.115 (iii B.C.), SIG459.2 (Beroea, iii B.C.), D.S.2.25, Plu.Luc.8; = Lat. bestiarius, gladiator who fights with beasts, Just.Nov.115.3.10; κυναγός in this sense, Milet.1(9).314.

German (Pape)

[Seite 1531] dor. u. poet. = κυνηγός.

French (Bailly abrégé)

dor. c. κυνηγός.
Étymologie: κύων, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

κῠνᾱγός: ὁ и ἡ дор. = κυνηγός.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνᾱγός: Δωρ. ἀντὶ κυνηγός, (ἄγω) ὁ ὁδηγῶν ἢ ἄγων τοὺς κυνηγετικοὺς κύνας, κυνηγὸς ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 694, κτλ.· τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν Σοφ. Ἠλ. 563· οὕτως, κυναγὲ παρσένε, παρθένε κυνηγέ, Ἀριστοφ. Λυσ. 1272· ― θηλ. κυνηγίς, ίδος, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Φιλεταίρου. ― Ὁ τύπος κυνηγὸς φαίνεται πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 32, 3. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἀείποτε χρῶνται τῷ τύπῳ κυνᾱγὸς ἔτι καὶ ἐν ἰάμβοις, Φρύν. σ. 428, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 26, καὶ ἴδε ἐν λέξ. λοχαγός· πιθανῶς θὰ ἔλεγον καὶ κυνᾱγία, ὅπερ ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 109 (ἰαμβ.), καὶ οὕτω διώρθωσεν ὁ Elmsl. ἐν Βάκχ. 339, Σοφ. Αἴ. 37. Ἀλλ’ ὅμως ἀείποτε ἔλεγον κυνηγέτης, καὶ ὁ τύπος οὗτος ἦτο ὁ συνήθης ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ.

Greek Monolingual

κυναγός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κυνηγός.

Greek Monotonic

κῠνᾱγός: ὁ, ἡ, Δωρ. και Αττ. αντί κυνηγός (ἄγω)· αυτός που οδηγεί τα κυνηγετικά σκυλιά, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

κῠν-ᾱγός, οῦ, [doric and attic for κυνηγός [ἄγω]
a hound-leader, i. e. a huntsman, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

hunter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)