περιποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tacheté <i>ou</i> bariolé tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ποικίλος]].
|btext=ος, ον :<br />tacheté <i>ou</i> bariolé tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ποικίλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιποίκῐλος:''' [[весь покрытый пятнами]], [[пятнистый]] (ἡ [[οὐρά]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιποίκῐλος:''' -ον, [[ποικιλόχρωμος]] ή πιτσιλωτός, [[διάστικτος]] [[παντού]] [[ολόγυρα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''περιποίκῐλος:''' -ον, [[ποικιλόχρωμος]] ή πιτσιλωτός, [[διάστικτος]] [[παντού]] [[ολόγυρα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''περιποίκῐλος:''' [[весь покрытый пятнами]], [[пятнистый]] (ἡ [[οὐρά]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-ποίκῐλος, ον,<br />[[variegated]] or [[spotted]] all [[over]], Xen.
|mdlsjtxt=περι-ποίκῐλος, ον,<br />[[variegated]] or [[spotted]] all [[over]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιποίκῐλος Medium diacritics: περιποίκιλος Low diacritics: περιποίκιλος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: peripoíkilos Transliteration B: peripoikilos Transliteration C: peripoikilos Beta Code: peripoi/kilos

English (LSJ)

ον, variegated, spotted, οὐρά X.Cyn.5.23, cf. IG22.1514.8.

German (Pape)

[Seite 588] rings od. sehr bunt, bunt geringelt, Xen. Cyn. 5, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tacheté ou bariolé tout autour.
Étymologie: περί, ποικίλος.

Russian (Dvoretsky)

περιποίκῐλος: весь покрытый пятнами, пятнистый (ἡ οὐρά Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

περιποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, κατάστικτος, Ξεν. Κυν. 5, 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φέρει πολλά ποικίλματα ή αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποικίλος «πολύχρωμος»].

Greek Monotonic

περιποίκῐλος: -ον, ποικιλόχρωμος ή πιτσιλωτός, διάστικτος παντού ολόγυρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

περι-ποίκῐλος, ον,
variegated or spotted all over, Xen.