σχολικός: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] der Schule angehörig, gemeinsam, schulmäßig, adv. σχολικῶς, πλάττεσθαι S. Emp. adv. log. 2, 13; bes. geziert, wie in den Rhetorenschulen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] der Schule angehörig, gemeinsam, schulmäßig, adv. σχολικῶς, πλάττεσθαι S. Emp. adv. log. 2, 13; bes. geziert, wie in den Rhetorenschulen.
}}
{{elru
|elrutext='''σχολικός:''' [[объяснительный]]: σχολικαὶ παρασημειώσεις Praefatio ad «de Plantis» Arst. объяснительные примечания, комментарии.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν [[σχολή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σχολείο]] και ειδικότερα στους μαθητές, ο [[μαθητικός]] (α. «σχολική [[τσάντα]]» β. «σχολική [[συγγυμνασία]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο [[σχολείο]] ή σε ένα μεγάλο [[σύνολο]] σχολείων (α. «σχολικό [[προαύλιο]]» β. «σχολική [[νομοθεσία]]» γ. «[[σχολικός]] [[αθλητισμός]]» δ. «σχολικό [[έτος]]» — η [[περίοδος]] τών μαθημάτων του σχολείου)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχολικός]] [[επαγγελματικός]] [[προσανατολισμός]]» — <b>βλ.</b> [[προσανατολισμός]]<br />β) «[[σχολικός]] [[σύμβουλος]]» — [[λειτουργός]] της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ο [[οποίος]] επισκέπτεται περιοδικά τα σχολεία της περιφέρειάς του προκειμένου να βοηθήσει τους διδάσκοντες στη [[διεξαγωγή]] του μαθήματος, να επιλύσει απορίες που [[τυχόν]] γεννώνται από τη [[χρήση]] τών σχολικών βιβλίων, να ενημερωθεί για τις ελλείψεις, που [[πιθανώς]] έχει το [[σχολείο]] ή και να προτείνει λύσεις σχετικά με προβλήματα που αναφαίνονται στις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σχολή]], στο [[σύνολο]] δηλ. τών μαθητών και τών οπαδών ενός δασκάλου όταν αυτό [[είναι]] συγκεντρωμένο στον ειδικό χώρο συνάντησής τους, ή ο [[συνήθης]] στις σχολές («σχολικὰ ὑπομνήματα», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχοινοτενής]], [[μακρός]]<br /><b>3.</b> [[φιλολογικός]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνευτικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «σχολικὸν [[ἀγνόημα]]» — [[σφάλμα]] σχολιαστή, ερμηνευτή αρχαίων συγγραφέων (Σχόλ. Ιλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχολικῶς</i> Α<br />όπως γίνεται στα σχολεία.
|mltxt=-ή, -ό, Ν [[σχολή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σχολείο]] και ειδικότερα στους μαθητές, ο [[μαθητικός]] (α. «σχολική [[τσάντα]]» β. «σχολική [[συγγυμνασία]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο [[σχολείο]] ή σε ένα μεγάλο [[σύνολο]] σχολείων (α. «σχολικό [[προαύλιο]]» β. «σχολική [[νομοθεσία]]» γ. «[[σχολικός]] [[αθλητισμός]]» δ. «σχολικό [[έτος]]» — η [[περίοδος]] τών μαθημάτων του σχολείου)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχολικός]] [[επαγγελματικός]] [[προσανατολισμός]]» — <b>βλ.</b> [[προσανατολισμός]]<br />β) «[[σχολικός]] [[σύμβουλος]]» — [[λειτουργός]] της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ο [[οποίος]] επισκέπτεται περιοδικά τα σχολεία της περιφέρειάς του προκειμένου να βοηθήσει τους διδάσκοντες στη [[διεξαγωγή]] του μαθήματος, να επιλύσει απορίες που [[τυχόν]] γεννώνται από τη [[χρήση]] τών σχολικών βιβλίων, να ενημερωθεί για τις ελλείψεις, που [[πιθανώς]] έχει το [[σχολείο]] ή και να προτείνει λύσεις σχετικά με προβλήματα που αναφαίνονται στις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σχολή]], στο [[σύνολο]] δηλ. τών μαθητών και τών οπαδών ενός δασκάλου όταν αυτό [[είναι]] συγκεντρωμένο στον ειδικό χώρο συνάντησής τους, ή ο [[συνήθης]] στις σχολές («σχολικὰ ὑπομνήματα», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχοινοτενής]], [[μακρός]]<br /><b>3.</b> [[φιλολογικός]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνευτικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «σχολικὸν [[ἀγνόημα]]» — [[σφάλμα]] σχολιαστή, ερμηνευτή αρχαίων συγγραφέων (Σχόλ. Ιλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχολικῶς</i> Α<br />όπως γίνεται στα σχολεία.
}}
{{elru
|elrutext='''σχολικός:''' [[объяснительный]]: σχολικαὶ παρασημειώσεις Praefatio ad «de Plantis» Arst. объяснительные примечания, комментарии.
}}
}}

Revision as of 15:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολικός Medium diacritics: σχολικός Low diacritics: σχολικός Capitals: ΣΧΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: scholikós Transliteration B: scholikos Transliteration C: scholikos Beta Code: sxoliko/s

English (LSJ)

ή, όν, A (σχολή ΙΙ) scholastic, ὑπομνήματα Ath.3.83b; παράδοσις Heliod. ap. Orib.49.8.1; academic, σ. συγγυμνασία A.D.Conj. 213.2; σ. πλάσματα school compositions, D.Chr.18.18; σ. ἀγνόημα an error of the (Aristarchean) school, Sch.Il.2.111; σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν, more like lectures than a handbook, D.H. Comp.22. Adv. -κῶς after the manner of the schools, S.E.M.8.13. 2 long-winded, tedious, Longin.3.5, 10.7. 3 scholarly, Philostr.VS 2.9.2 (Sup.). II σχολικά, τά, = causae summatim excerptae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1058] der Schule angehörig, gemeinsam, schulmäßig, adv. σχολικῶς, πλάττεσθαι S. Emp. adv. log. 2, 13; bes. geziert, wie in den Rhetorenschulen.

Russian (Dvoretsky)

σχολικός: объяснительный: σχολικαὶ παρασημειώσεις Praefatio ad «de Plantis» Arst. объяснительные примечания, комментарии.

Greek (Liddell-Scott)

σχολικός: -ή, -όν, (σχολὴ ΙΙ) συνήθης ἐν ταῖς σχολαῖς, ὑπομνήματα Ἀθήν. 83Β· παράδοσις Ὀρειβάσ., κλπ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν σχολείων: ὡς ἐν τοῖς σχολείοις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 13. 2) μακρὸς ἢ σχοινοτενής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Λογγῖν. 10, κλπ. ΙΙ. ἑρμηνευτικός, ἐξηγητικός, σχ. παρασημειώσεις = σχόλια, Ἀριστ. περὶ Φυτ. ἐν τῷ προλόγ.· σχ. ἀγνόημα, ἁμάρτημα τοῦ σχολιαστοῦ, τοῦ ἑρμηνευτοῦ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 111.

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σχολή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο σύνολο σχολείων (α. «σχολικό προαύλιο» β. «σχολική νομοθεσία» γ. «σχολικός αθλητισμός» δ. «σχολικό έτος» — η περίοδος τών μαθημάτων του σχολείου)
2. φρ. α) «σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός» — βλ. προσανατολισμός
β) «σχολικός σύμβουλος» — λειτουργός της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ο οποίος επισκέπτεται περιοδικά τα σχολεία της περιφέρειάς του προκειμένου να βοηθήσει τους διδάσκοντες στη διεξαγωγή του μαθήματος, να επιλύσει απορίες που τυχόν γεννώνται από τη χρήση τών σχολικών βιβλίων, να ενημερωθεί για τις ελλείψεις, που πιθανώς έχει το σχολείο ή και να προτείνει λύσεις σχετικά με προβλήματα που αναφαίνονται στις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχολή, στο σύνολο δηλ. τών μαθητών και τών οπαδών ενός δασκάλου όταν αυτό είναι συγκεντρωμένο στον ειδικό χώρο συνάντησής τους, ή ο συνήθης στις σχολές («σχολικὰ ὑπομνήματα», Αθήν.)
2. σχοινοτενής, μακρός
3. φιλολογικός
4. ερμηνευτικός
5. φρ. «σχολικὸν ἀγνόημα» — σφάλμα σχολιαστή, ερμηνευτή αρχαίων συγγραφέων (Σχόλ. Ιλ.).
επίρρ...
σχολικῶς Α
όπως γίνεται στα σχολεία.