ταναήκης: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />allongé et aigu, allongé en pointe, tranchant.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[ἀκή]].
|btext=ης, ες:<br />allongé et aigu, allongé en pointe, tranchant.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[ἀκή]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνᾰήκης:''' [[с длинным острием или лезвием]] ([[χαλκός]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰναήκης:''' -ες ([[ἀκή]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[άκρη]], επιμήκη [[αιχμή]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τᾰναήκης:''' -ες ([[ἀκή]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[άκρη]], επιμήκη [[αιχμή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνᾰήκης:''' [[с длинным острием или лезвием]] ([[χαλκός]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰνα-ήκης, ες [ἀκή]<br />with [[long]] [[point]] or [[edge]], Il.
|mdlsjtxt=τᾰνα-ήκης, ες [ἀκή]<br />with [[long]] [[point]] or [[edge]], Il.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνᾰήκης Medium diacritics: ταναήκης Low diacritics: ταναήκης Capitals: ΤΑΝΑΗΚΗΣ
Transliteration A: tanaḗkēs Transliteration B: tanaēkēs Transliteration C: tanaikis Beta Code: tanah/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή) A with long point or edge, ταναήκεϊ χαλκῷ, of a sword or spear, Il.7.77, 24.754; of an axe, 23.118. II tall, σχοῖνος Opp.H.4.53; Ἄλπεις Orph.A.1126. (τανυήκης is frequently v.l.)

German (Pape)

[Seite 1066] ες, mit langer Spitze, Schneide; χαλκός, Il. 7, 77; vom Beil, 23, 118; vom Schwert, 24, 254 Od. 4, 257; übh. spitzig. Von den Alpen, Orph. Arg. 1131, lang gestreckt, ausgedehnt, wie von ἥκω. S. τανυήκης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
allongé et aigu, allongé en pointe, tranchant.
Étymologie: ταναός, ἀκή.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνᾰήκης: с длинным острием или лезвием (χαλκός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ ἔχων ἐπιμήκη καὶ ἠκονημένην τὴν αἰχμήν, ταναήκεϊ χαλκῷ, ἐπὶ ξίφους ἢ λόγχης, Ἰλ. Η. 77, Ω. 754· ἐπὶ πελέκεως, Ψ. 118. ΙΙ. ὑψηλός, σχοῖνος Ὀππ. Ἁλ. 4. 53· Ἄλπεις Ὀρφ. Ἀργ. 1124. ― Συνεχῶς ἐναλλάσεται πρὸς τὸ τανυήκης.

English (Autenrieth)

ες: with long edge or point, sword or spear, axe, Il. 23.118.

Greek Monolingual

τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α
1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός
2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα-ήκης (αντί ταναο-ήκης, με σίγηση του -ο-, πρβλ. ταναϋφής) < ταναός «επιμήκης, μακρός», ενώ ο τ. τανυ-ήκης < αμάρτυρο επίθ. τανής (βλ. και λ. τάνυμαι, τείνω) + -ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. νε-ήκης, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τᾰναήκης: -ες (ἀκή), αυτός που έχει μακριά άκρη, επιμήκη αιχμή, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰνα-ήκης, ες [ἀκή]
with long point or edge, Il.