ἀνεξέταστος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non examiné, non scruté;<br /><b>2</b> qui ne recherche pas, qui n’examine pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐξετάζω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non examiné, non scruté;<br /><b>2</b> qui ne recherche pas, qui n’examine pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐξετάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξέταστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неисследованный]], [[неразобранный]] (ἀ. καὶ [[ἀζήτητος]] Aeschin.; ἀ. καὶ [[ἀόριστος]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[не посвященный исследованиям]] ([[βίος]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεξέταστος:''' -ον ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνεξέταστος:''' -ον ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξέταστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неисследованный]], [[неразобранный]] (ἀ. καὶ [[ἀζήτητος]] Aeschin.; ἀ. καὶ [[ἀόριστος]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[не посвященный исследованиям]] ([[βίος]] Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξέταστος Medium diacritics: ἀνεξέταστος Low diacritics: ανεξέταστος Capitals: ΑΝΕΞΕΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anexétastos Transliteration B: anexetastos Transliteration C: aneksetastos Beta Code: a)nece/tastos

English (LSJ)

ον, A unexamined, not searched out, not inquired into or not examined, D.4.36, 21.218, Aeschin.3.22. II without inquiry or without investigation, ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ = the unexamined life is not worth living Pl.Ap.38a. Adv. ἀνεξετάστως Ph. 1.550, Plu.2.94d, etc.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no investigado, no examinado, βίος Pl.Ap.38a, οὐδέν Isoc.9.42, D.4.36, Aeschin.3.22, D.21.218, Luc.Abd.8, μίξεις Ph.2.266, πρᾶγμα Ph.2.298, μηδὲν ἀ. ἔσεσθαι παρὰ τῷ θεῷ Athenag.Leg.36.2, γνώμη D.C.56.28.5, δόξα Alex.Aphr.in Metaph.724.16, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.p.198.6.
2 que no examina μήτε ... ἐνέργει ... ἀνεξέταστος y no actúes sin previo examen M.Ant.3.5.
II adv. ἀνεξετάστως = sin examinar Ph.1.550, Plu.2.94c, Luc.Cal.26, τὰς ἐντολὰς τοῦ κυρίου ἀ. δεχόμεθα Basil.M.31.888B.

German (Pape)

[Seite 223] unerforscht, ungeprüft, βίος Plat. Apol. 58 a; Dem. 4, 36; Sp. – Adv., Stob. flor. 15, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non examiné, non scruté;
2 qui ne recherche pas, qui n’examine pas.
Étymologie: , ἐξετάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξέταστος:
1) неисследованный, неразобранный (ἀ. καὶ ἀζήτητος Aeschin.; ἀ. καὶ ἀόριστος Dem.);
2) не посвященный исследованиям (βίος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξέταστος: -ον, ὁ μὴ ἐξετασθείς, Δημ. 50. 16., 584. 10, Αἰσχίν. 57. 3. ΙΙ ἄνευ ἐρεύνης ἢ ἐξετάσεως, ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ Πλάτ. Ἀπολ. 38Α. ― Ἐπίρρ. -τως Φίλων 1. 550.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεξέταστος, -ον)
εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση
νεοελλ.
(Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή
αρχ.
αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.

Greek Monotonic

ἀνεξέταστος: -ον (ἐξετάζω),
I. μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.
II. αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐξετάζω
I. not inquired into or examined, Dem.
II. uninquiring, Plat.

English (Woodhouse)

unexamined, not proved

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)