ἀπινύσσω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />n’avoir pas sa raison.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πινυτός]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />n’avoir pas sa raison.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πινυτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπῐνύσσω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[находиться без сознания]] ([[κῆρ]] ἀπινύσσων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть безрассудным]] (δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπῐνύσσω:''' ([[α- στερητικό]] και [[πινυτός]]), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι [[άφρων]], [[ανόητος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀπῐνύσσω:''' ([[α- στερητικό]] και [[πινυτός]]), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι [[άφρων]], [[ανόητος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπῐνύσσω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[находиться без сознания]] ([[κῆρ]] ἀπινύσσων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть безрассудным]] (δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[α <i>privat.</i>,, [[πινυτός]]<br />only in pres. to [[lack]] [[understanding]], be [[senseless]], Hom.
|mdlsjtxt=[α <i>privat.</i>,, [[πινυτός]]<br />only in pres. to [[lack]] [[understanding]], be [[senseless]], Hom.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπῐνύσσω Medium diacritics: ἀπινύσσω Low diacritics: απινύσσω Capitals: ΑΠΙΝΥΣΣΩ
Transliteration A: apinýssō Transliteration B: apinyssō Transliteration C: apinysso Beta Code: a)pinu/ssw

English (LSJ)

(πινυτός) lack understanding, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, 6.258; κῆρ ἀπινύσσων, of one lying senseless, Il.15.10; cf. Apollon.Lex. s.v. ἀπινυτέω.

Spanish (DGE)

(ἀπῐνύσσω)
perder el sentido κῆρ ἀπινύσσων perdido el sentido de un guerrero caído Il.15.10, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, 6.258.

German (Pape)

[Seite 291] (πινυτός, πινύσσω, πνέω, πεπνυμένος), Hom. dreimal, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od. 5, 342. 6, 258, du scheinst mir nicht unverständig zu sein, Homerisch = du scheinst mir sehr verständig zu sein; Iliad. 15, 10 κῆρ ἀπινύσσων, besinnungslos; Aristophanes Byz. las ἀπινύσκων, Andere κῆρα πινύσσων, »den Tod erwartend«, Aristarch κῆρ ἀπινύσσων, was er unter Berufung auf Od. 5, 342. 6, 258 = τὸ κέαρ ἀπινυτῶν erklärte, s. Scholl. Aristonic., Didym., Herodian., vgl. Apoll. lex. Hom. 38, 27.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
n’avoir pas sa raison.
Étymologie: , πινυτός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπῐνύσσω:
1) находиться без сознания (κῆρ ἀπινύσσων Hom.);
2) быть безрассудным (δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπῐνύσσω: (πινυτὸς) εἶμαι ἄφρων, ἀνόητος, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, «ἀφραίνειν καὶ ἐστερῆσθαι τοῦ πινυτὸς εἶναι» (Εὐστ.) Ὀδ. Ε. 342· ὁ δ’ ἀργαλέῳ ἔχετ’ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, «αὐτὸς δὲ χαλεπῇ κατείχετο ἀναπνοῇ παράφρων τῇ ψυχῇ καὶ ἀξεστηκὼς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ο. 10· ἴδε Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ. ἐν λ. ἀπινυτέω.

English (Autenrieth)

(πινυτός): lack understanding, Od. 5.342; be unconscious; κῆρ, acc. of specification, Il. 15.10.

Greek Monolingual

ἀπινύσσω (Α)
1. είμαι ανόητος
2. πέφτω αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πινύσσω «συνετίζω, νουθετώ»].

Greek Monotonic

ἀπῐνύσσω: (α- στερητικό και πινυτός), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι άφρων, ανόητος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

privat.,, πινυτός
only in pres. to lack understanding, be senseless, Hom.