ἀσύγχυτος: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non confondu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συγχέω]]. | |btext=ος, ον :<br />non confondu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συγχέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσύγχῠτος:''' [[неслитный]], [[разрозненный]] (ἔναρθροι καὶ ἀσύγχυτοι εἰκόνες Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγχυτος]], -ον) [[συγχέω]]<br />αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει [[σύγχυση]], [[σαφής]], [[ξεκάθαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ασύγχιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αμιγής]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγχυτος]], -ον) [[συγχέω]]<br />αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει [[σύγχυση]], [[σαφής]], [[ξεκάθαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ασύγχιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αμιγής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, not confused, ἐπίνοιαι, δυνάμεις, Ph.1.6,434, cf. Plu. 2.735b, Procl.Inst.176; not mingled together, Arr.Epict.4.11.8. Adv. -τως without confusion, ib.8.20.
Spanish (DGE)
-ον
I adj.
1 no mezclado confusamente, no confundido ἐπίνοια Ph.1.6, δυνάμεις Ph.1.434, εἰκόνες Plu.2.735b, cf. Procl.Inst.176, Ptol.Harm.10.14, Amph.Seleuc.213, Nemes.Nat.Hom.M.40.593B, Gr.Nyss.Tres dei 43.8, Aristaenet.2.10.17
•claro, nítido de la pureza del alma, Arr.Epict.4.11.8.
2 subst. neutr. τὸ ἀσύγχυτον especie de barniz protector Ps.Callisth.3.29B (p.206).
II adv. -ως sin confusión πῶς τηρῶ ... ἐπιθέτους ἀ. Arr.Epict.4.8.20, cf. Amph.Seleuc.210, Nemes.Nat.Hom.M.40.596A, Gr.Nyss.Ref.Eun.315.2.
German (Pape)
[Seite 379] nicht zusammengeschüttet, unvermischt, Sp., wie Plut. Symp. 8, 10, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non confondu.
Étymologie: ἀ, συγχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύγχῠτος: неслитный, разрозненный (ἔναρθροι καὶ ἀσύγχυτοι εἰκόνες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύγχῠτος: -ον, ὁ μὴ συγκεχυμένος, Πλούτ. 2. 735Β· ὁ μὴ συναναμιχθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 8. - Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 4. 8, 20.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύγχυτος, -ον) συγχέω
αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει σύγχυση, σαφής, ξεκάθαρος
νεοελλ.
ο ασύγχιστος
αρχ.
ο αμιγής.