ἀσπιδιώτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />armé d'un bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπίς]].
|btext=ου (ὁ) :<br />armé d'un bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπῐδιώτης:''' ου ὁ щитоносец, воин Hom., Theocr., Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπῐδιώτης:''' ὁ ([[ἀσπίς]]), αυτός που φέρει [[ασπίδα]], [[πολεμιστής]], [[ασπιδοφόρος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀσπῐδιώτης:''' ὁ ([[ἀσπίς]]), αυτός που φέρει [[ασπίδα]], [[πολεμιστής]], [[ασπιδοφόρος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπῐδιώτης:''' ου ὁ щитоносец, воин Hom., Theocr., Polyb., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀσπίς]]<br />[[shield]]-[[bearing]], a [[warrior]], Il.
|mdlsjtxt=[[ἀσπίς]]<br />[[shield]]-[[bearing]], a [[warrior]], Il.
}}
}}

Revision as of 18:33, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδιώτης Medium diacritics: ἀσπιδιώτης Low diacritics: ασπιδιώτης Capitals: ΑΣΠΙΔΙΩΤΗΣ
Transliteration A: aspidiṓtēs Transliteration B: aspidiōtēs Transliteration C: aspidiotis Beta Code: a)spidiw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, shield-bearing, a warrior, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Il.2.554, 16.167, Theoc.14.67, Plb.10.29.6, AP9.116: in Pl., = Lat. scutati, Lyd.Mag.1.9:—so ἀσπιδίτης [δῑ], ου, ὁ, S.Fr.426.

Spanish (DGE)

(ἀσπῐδιώτης) -ου, ὁ
• Grafía: graf. -ότης Hsch.
guerrero con escudo ἀνέρες ἀσπιδιῶται Il.2.554, 16.167, cf. Theoc.14.67, 17.93, Plb.10.29.6, 10.30.9, IGBulg.3.1580.2 (Augusta Trajana III d.C.), Colluth.58, AP 9.116, Nonn.Par.Eu.Io.18.14, Βάκχος Nonn.D.45.239.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, mit einem Schilde versehen, Hom. zweimal, ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας Iliad. 2, 554. 16, 167; sp. D., Theocr. 14, 67; in Prosa, Pol. 10, 29 u. Luc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
armé d'un bouclier.
Étymologie: ἀσπίς.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδιώτης: ου ὁ щитоносец, воин Hom., Theocr., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδιώτης: ὁ, ἀσπιδοφόρος, πολεμιστής, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Ἰλ. Β. 554., Π. 167, Ἀνακρ. 34: ― οὕτω καὶ ἀσπιδίτης [δῑ], ου, Σοφ. Ἀποσπ. 376.

English (Autenrieth)

shield-bearing, Il. 2.554 and Il. 16.167.

Greek Monolingual

ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α)
ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα -ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται επίσης σε αναλογική επίδραση του στρατιώτης προσκρούει στη μεθομηρική εμφάνιση του τ. στρατιώτης.

Greek Monotonic

ἀσπῐδιώτης: ὁ (ἀσπίς), αυτός που φέρει ασπίδα, πολεμιστής, ασπιδοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀσπίς
shield-bearing, a warrior, Il.