ἐκκλείω: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> exclure, interdire l'entrée : τινά τινος exclure qqn de qch;<br /><b>2</b> empêcher, interdire : [[τι]] qch ; ἐκκληΐεσθαί τινι être empêché par qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κλείω]].
|btext=<b>1</b> exclure, interdire l'entrée : τινά τινος exclure qqn de qch;<br /><b>2</b> empêcher, interdire : [[τι]] qch ; ἐκκληΐεσθαί τινι être empêché par qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κλείω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκλείω:''' ион. [[ἐκκληΐω]], староатт. [[ἐκκλῄω]]<br /><b class="num">1)</b> [[исключать]], [[не допускать]], [[изгонять]] (τινὰ στέγης Eur.; αὐτοὺς ἐκκεκλεικότες τῆς πόλεως Polyb.): ἐ. τινὰ τῆς μετοχῆς Her. не допускать кого-л. к участию (в общем святилище);<br /><b class="num">2)</b> [[препятствовать]] (τι Polyb. и ποιεῖν τι Dem.): τὴν εἰρήνην ἐ. Aeschin. противиться заключению мира; ἐκκλεῖσθαι τοῦ πράττειν τι Arst. встречать помехи в совершении чего-л.: ἐκκληϊόμενος τῇ ὥρῃ Her. стесненный во времени, за недостатком времени; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Polyb. стесненный обстоятельствами; ἐ. λὸγου τυγχάνειν τινά Dem. не давать кому-л. говорить; τὸν πόλεμον ἐκκεκλεικέναι Plut. предупредить возможность войны.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκλείω:''' Ιων. -κληΐω, Αττ. -[[κλῄω]], μέλ. Αττ. -[[κλῄσω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κλείνω]] έξω από ένα [[μέρος]], [[αποκλείω]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[αποκλείω]] από ένα [[πράγμα]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ., Αισχίν. — Παθ., <i>ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ</i>, αυτοί που παρεμποδίζονται από το χρόνο (από την [[έλλειψη]] χρόνου), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐκκλείω:''' Ιων. -κληΐω, Αττ. -[[κλῄω]], μέλ. Αττ. -[[κλῄσω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κλείνω]] έξω από ένα [[μέρος]], [[αποκλείω]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[αποκλείω]] από ένα [[πράγμα]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ., Αισχίν. — Παθ., <i>ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ</i>, αυτοί που παρεμποδίζονται από το χρόνο (από την [[έλλειψη]] χρόνου), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκλείω:''' ион. [[ἐκκληΐω]], староатт. [[ἐκκλῄω]]<br /><b class="num">1)</b> [[исключать]], [[не допускать]], [[изгонять]] (τινὰ στέγης Eur.; αὐτοὺς ἐκκεκλεικότες τῆς πόλεως Polyb.): ἐ. τινὰ τῆς μετοχῆς Her. не допускать кого-л. к участию (в общем святилище);<br /><b class="num">2)</b> [[препятствовать]] (τι Polyb. и ποιεῖν τι Dem.): τὴν εἰρήνην ἐ. Aeschin. противиться заключению мира; ἐκκλεῖσθαι τοῦ πράττειν τι Arst. встречать помехи в совершении чего-л.: ἐκκληϊόμενος τῇ ὥρῃ Her. стесненный во времени, за недостатком времени; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Polyb. стесненный обстоятельствами; ἐ. λὸγου τυγχάνειν τινά Dem. не давать кому-л. говорить; τὸν πόλεμον ἐκκεκλεικέναι Plut. предупредить возможность войны.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκλείω Medium diacritics: ἐκκλείω Low diacritics: εκκλείω Capitals: ΕΚΚΛΕΙΩ
Transliteration A: ekkleíō Transliteration B: ekkleiō Transliteration C: ekkleio Beta Code: e)kklei/w

English (LSJ)

Ion. ἐκκληΐω or ἐκκλήω, old Att. ἐκκλήω: Att. fut. -A κλῄσω E.Or.1127: Dor. aor. 1 -κλᾳξα Com.Adesp.1203.7 (dub.): pf. ἐκκέκλεικα Men.Sam.201:—shut out from, c.gen., ἐ. ἄλλον ἄλλοσε στέγης E.l.c.:—Pass., to be shut out, Id.HF330. 2 metaph., shut out, exclude from, πόλιν τῆς μετοχῆς Hdt.1.144; τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων, Aeschin.2.85,3.74: c. acc. et inf., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους D.19.26. 3 hinder, prevent, τῷ καιρῷ τὴν κατηγορίαν Plb.18.8.2; τὴν θήραν D.S.3.16:—Pass., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ being prevented by [want of] time, Hdt.1.31; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν D.S.18.3: c. inf., ἐ. ποιεῖν τι Id.4.32, cf. Arist.MM1198b16. 4 shut off, cut off, ζωῆς ὁδούς Opp.C.2.342.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐκκλῄω Hdt.1.31, E.Or.1127, Aeschin.2.85
I c. ac. de pers.
1 encerrar ἐκκλῄσομέν σφας ἄλλον ἄλλοσε στέγης los encerraremos a cada uno en un sitio distinto del palacio E.Or.1127, μ' ... ἔξωθεν ἐκκέκλεικε Men.Sam.416, en v. pas. δόμους ἀνοίξας (νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα) E.HF 330.
2 forzar, constreñir, apremiar en v. pas. ἐκκληιόμενοι τῇ ὥρῃ constreñidos por el tiempo Hdt.l.c., cf. PEnteux.54.4 (III a.C.), ILabr.8.8 (III a.C.), ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν D.S.18.3.
3 excluir, expulsar c. gen. o giro prep. τοὺς περὶ τὸ ἱρὸν ἀνομήσαντας ἐξεκλήισαν τῆς μετοχῆς Hdt.1.144, cf. PEnteux.53.6 (III a.C.), τῆς συμμαχίας ἐκκλῄων αὐτόν Aeschin.2.85, cf. 3.74, τοὶς μὲν πολίταις ... ἐξεκλάϊσε ἐκ τᾶς πόλιος [πα] νδαμί expulsó en masa a los ciudadanos fuera de la ciudad, IG 12(2).526a.7 (Ereso IV a.C.), ἑτέρων αὐτοὺς ἐκκεκλεικότων τῆς πόλεως Plb.23.17.10, en v. pas. προστάτης ... ἐκκλειόμενος ... τῶν ... τιμίων Plb.6.9.8, cf. Herm.Sim.1.5, abs. ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν Ep.Gal.4.17, fig. en v. pas. ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη Ep.Rom.3.27.
II c. ac. de abstr. o cosa
1 c. abstr. impedir οἱ τὴν εἰρήνην ἐκκλῄοντες Aeschin.2.110, τὴν ... κατηγορίαν Plb.18.8.2, τὴν ... θήραν D.S.3.16, ἐκκλείει τὰ τῆς ἀγάπης Didym.Gen.44.19, c. ac. e inf. ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους impedían a los demás obtener el turno de palabra D.19.26.
2 c. ac. de cosa cerrar, bloquear ζωῆς ἐξέκλεισεν ὁδοὺς πνοιῆς τε διαύλους Opp.C.2.342
cercar, vallar un terreno alrededor de una tumba SEG 36.935 (Roma, crist.).

German (Pape)

[Seite 763] ion. ἐκκληίω, altatt. ἐκκλῄω (s. κλείω), ausschließen, nicht einlassen; Eur. Herc. Fur. 330; τινὰ τῆς πόλεως Pol. 25, 1, 10; τῆς μετοχῆς ἐξεκλήϊσαν Her. 1, 144; τῆς συμμαχίας ἐκκλείων αὐτόν Aesch. 2, 85; verhindern, εἰρήνην Aesch. 2, 110; τὴν κατηγορίαν Pol. 17, 8; ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Dem. 19, 26; ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, durch die Zeit gedrängt, Her. 1, 31; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν, durch die Umstände gehindert, D. Sic. 18, 3.

French (Bailly abrégé)

1 exclure, interdire l'entrée : τινά τινος exclure qqn de qch;
2 empêcher, interdire : τι qch ; ἐκκληΐεσθαί τινι être empêché par qch.
Étymologie: ἐκ, κλείω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκλείω: ион. ἐκκληΐω, староатт. ἐκκλῄω
1) исключать, не допускать, изгонять (τινὰ στέγης Eur.; αὐτοὺς ἐκκεκλεικότες τῆς πόλεως Polyb.): ἐ. τινὰ τῆς μετοχῆς Her. не допускать кого-л. к участию (в общем святилище);
2) препятствовать (τι Polyb. и ποιεῖν τι Dem.): τὴν εἰρήνην ἐ. Aeschin. противиться заключению мира; ἐκκλεῖσθαι τοῦ πράττειν τι Arst. встречать помехи в совершении чего-л.: ἐκκληϊόμενος τῇ ὥρῃ Her. стесненный во времени, за недостатком времени; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Polyb. стесненный обстоятельствами; ἐ. λὸγου τυγχάνειν τινά Dem. не давать кому-л. говорить; τὸν πόλεμον ἐκκεκλεικέναι Plut. предупредить возможность войны.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκλείω: Ἰων. ἐκκληΐω, Ἀττ. ἐκκλῄω: μέλλ. Ἀττ. -κλῄσω Εὐρ. Ὀρ. 1127, Δωρ. -κλάξω Ἑλλ. Κωμ. Meineke 4 σ. 676. Κλείω, μετὰ γεν. ἐκκλῄσομεν ἄλλον ἄλλοσε στέγης Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., κλείομαι ἔξω, νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα, εἴμεθα κεκλεισμένοι ἔξω, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 330. 2) μεταφ., ἀποκλείω, ἤτοι δὲν ἐπιτρέπω εἴς τινα νὰ ἔχῃ μέρος ἔν τινι πράγματι, τῆς μετοχῆς Ἡρόδ. 1. 144· τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων Αἰσχίν. 39. 23., 64. 19· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Δημ. 349. 5. 3) ἐμποδίζω, κωλύω, τὴν κατηγορίαν Πολύβ. 17. 8, 2· τὴν θήραν Διόδ. 3. 16: ― Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, ἐμποδιζόμενοι, κωλυόμενοι ἕνεκα ἐλλείψεως χρόνου, Ἡρόδ. 1. 31· ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Διόδ. 18. 3· μετ’ ἀπαρ., ἐκκ. ποιεῖν τι ὁ αὐτ. 4. 32.

English (Strong)

from ἐκ and κλείω; to shut out (literally or figuratively): exclude.

English (Thayer)

1st aorist infinitive ἐκκλεῖσαι; 1st aorist passive ἐξεκλείσθην; (from (Herodotus) Euripides down); to shut out: to turn out of doors: to prevent the approach of one, passive in Romans 3:27.

Greek Monolingual

ἐκκλείω και ιων. τ. ἐκκληΐζω (Α)
1. κλείνω έξω από κάτι
2. αποκλείω, δεν επιτρέπω
3. εμποδίζω
4. αποκόπτω.

Greek Monotonic

ἐκκλείω: Ιων. -κληΐω, Αττ. -κλῄω, μέλ. Αττ. -κλῄσω·
1. κλείνω έξω από ένα μέρος, αποκλείω, με γεν., σε Ευρ.
2. μεταφ., αποκλείω από ένα πράγμα, εμποδίζω, σε Ηρόδ., Αισχίν. — Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, αυτοί που παρεμποδίζονται από το χρόνο (από την έλλειψη χρόνου), σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic -κληΐω attic -κλῄω fut. attic -κλῄσω
1. to shut out from a place, c. gen., Eur.
2. metaph. to exclude from a thing, Hdt., Aeschin.:— Pass., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ being hindered by want of] time, Hdt.

Chinese

原文音譯:™kkle⋯w 誒克-克累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-鎖
字義溯源:排除,除去,排除,拒絕,離間,關在外面,沒有;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κλείω)*=關)組成
出現次數:總共(2);羅(1);加(1)
譯字彙編
1) 關在外面(1) 加4:17;
2) 沒有(1) 羅3:27