ἐπιμέλημα: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de soin, affaire, occupation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de soin, affaire, occupation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμέλημα:''' ατος τό предмет заботы, дело, занятие (ἔργα καὶ ἐπιμελήματα Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμέλημα:''' -ατος, τό, [[αντικείμενο]] ασχολίας ή φροντίδας κάποιου, [[ανησυχία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιμέλημα:''' -ατος, τό, [[αντικείμενο]] ασχολίας ή φροντίδας κάποιου, [[ανησυχία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμέλημα:''' ατος τό предмет заботы, дело, занятие (ἔργα καὶ ἐπιμελήματα Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιμέλημα]], ατος, τό, [from [[ἐπιμελής]]<br />a [[care]], [[anxiety]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐπιμέλημα]], ατος, τό, [from [[ἐπιμελής]]<br />a [[care]], [[anxiety]], Xen.
}}
}}

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμέλημα Medium diacritics: ἐπιμέλημα Low diacritics: επιμέλημα Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: epimélēma Transliteration B: epimelēma Transliteration C: epimelima Beta Code: e)pime/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, care, business, in plural, Id.Oec.4.4,7.22,37.

German (Pape)

[Seite 961] τό, das, was man besorgt od. treibt, Geschäft, Studium, Xen. Oec. 4, 4. 7, 37.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de soin, affaire, occupation.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμέλημα: ατος τό предмет заботы, дело, занятие (ἔργα καὶ ἐπιμελήματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμέλημα: τό, τὸ περὶ ὃ ἀσχολεῖταί τις, ἀσχόλημα, ἐν τοῖς καλλίστοις τε καὶ ἀναγκαιοτάτοις ἡγούμενον εἶναι ἐπιμελήμασι γεωργίαν Ξεν.Οἰκ. 4. 4· ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα καὶ ἐπιμελήματα αὐτόθι 7. 22, 37.

Greek Monolingual

ἐπιμέλημα, τὸ (Α) επιμελούμαι
το αντικείμενο της φροντίδας, η απασχόληση.

Greek Monotonic

ἐπιμέλημα: -ατος, τό, αντικείμενο ασχολίας ή φροντίδας κάποιου, ανησυχία, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπιμέλημα, ατος, τό, [from ἐπιμελής
a care, anxiety, Xen.