ἐπιβήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui monte sur des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui monte sur des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβήτωρ:''' ορος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[всходящий]], [[садящийся]]: ἐ. ἵππων Hom. всадник; νεὼς ἐ. Anth. = [[ἐπιβάτης]] 1; συῶν ἐ. Hom. = ὁ [[κάπρος]];<br /><b class="num">2)</b> Theocr. = [[ταῦρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἐπιβαίνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε [[άλογο]], <i>ἐπ. ἵππων</i>, [[έφιππος]] [[ιππέας]], [[αναβάτης]] αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. [[γουρούνι]] ([[αρσενικό]]), στο ίδ.· [[ταύρος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπιβήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἐπιβαίνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε [[άλογο]], <i>ἐπ. ἵππων</i>, [[έφιππος]] [[ιππέας]], [[αναβάτης]] αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. [[γουρούνι]] ([[αρσενικό]]), στο ίδ.· [[ταύρος]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβήτωρ:''' ορος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[всходящий]], [[садящийся]]: ἐ. ἵππων Hom. всадник; νεὼς ἐ. Anth. = [[ἐπιβάτης]] 1; συῶν ἐ. Hom. = ὁ [[κάπρος]];<br /><b class="num">2)</b> Theocr. = [[ταῦρος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιβήτωρ]], ορος, [[ἐπιβαίνω]]<br /><b class="num">1.</b> one who mounts, ἐπ. ἵππων a [[mounted]] [[horseman]], Od.<br /><b class="num">2.</b> of [[male]] animals, e. g. a [[boar]], Od.; a [[bull]], Theocr.
|mdlsjtxt=[[ἐπιβήτωρ]], ορος, [[ἐπιβαίνω]]<br /><b class="num">1.</b> one who mounts, ἐπ. ἵππων a [[mounted]] [[horseman]], Od.<br /><b class="num">2.</b> of [[male]] animals, e. g. a [[boar]], Od.; a [[bull]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβήτωρ Medium diacritics: ἐπιβήτωρ Low diacritics: επιβήτωρ Capitals: ΕΠΙΒΗΤΩΡ
Transliteration A: epibḗtōr Transliteration B: epibētōr Transliteration C: epivitor Beta Code: e)pibh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, A one who mounts, ἐ. ἵππων Od.18.263, Simm.1.3; νεὼς ἐπιβήτορα λαόν, = ἐπιβάτας, AP7.498 (Antip.(?)); ἐ. κύκλων, of the Trojan horse, Tryph.307. 2. of male animals, e.g.a boar, συῶν ἐπιβήτωρ Od.11.131; of a bull, Theoc.25.128. II. as adjective, springing, Nonn.D.20.113. 2. metaph., at home in, master of a thing, θηροδιδασκαλίης Man.4.245; dwelling in, ὕλης οὐρανίας κτλ. Orph.Fr.353.

German (Pape)

[Seite 929] ορος, ὁ, der da besteigt, – a) ἵππων, Reiter, Od. 18, 263 u. Sp., wie Opp. C. 4, 51; auch κούρη, Nonn. D. 1, 51; νεώς, = ἐπιβάτης, Ant. Sid. 106 (VII, 498). – b) Bespringer, συῶν ἐπιβ., der Eber, Od. 11, 131. 23, 278; von Stieren, Theocr. 25, 128. – c) als adj., emporsteigend, sich erhebend, z. B. παλμός, Nonn. D. 20, 113 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui monte sur des chevaux.
Étymologie: ἐπιβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβήτωρ: ορος ὁ
1) всходящий, садящийся: ἐ. ἵππων Hom. всадник; νεὼς ἐ. Anth. = ἐπιβάτης 1; συῶν ἐ. Hom. = ὁ κάπρος;
2) Theocr. = ταῦρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἀναβαίνων, ἐπιβήτωρ ἵππων, ἔφιππος, ἱππεύς, Ὀδ. Σ. 263· νεὼς ἐπιβήτορα λαὸν = ἐπιβάτας, Ἀνθ. Π. 7. 498· ἐπ. κύκλων, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 307. 2) ἐπὶ ἀρρένων ζῴων, οἷον τοῦ κάπρου, συῶν ἐπιβήτωρ Ὀδ. Λ. 131· τοῦ ταύρου, Θεόκ. 25. 128. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀνατινασσόμενος, ἀναπηδῶν, Νόνν. Δ. 20. 113:- μεταφ., κάτοχος, κύριός τινος, καλῶς γιγνώσκων τι, θηροδιδασκαλίης Μανέθ. 4. 245.

English (Autenrieth)

ορος: mounter, ‘mounted warrior,’ ἵππων, Od. 18.263; designating a boar, συῶν ἐπιβήτωρ, λ 131, Od. 23.278.

Greek Monotonic

ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ (ἐπιβαίνω),·
1. αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε άλογο, ἐπ. ἵππων, έφιππος ιππέας, αναβάτης αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. γουρούνι (αρσενικό), στο ίδ.· ταύρος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐπιβήτωρ, ορος, ἐπιβαίνω
1. one who mounts, ἐπ. ἵππων a mounted horseman, Od.
2. of male animals, e. g. a boar, Od.; a bull, Theocr.