ἠθμός: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἡθμός]];<br />οῦ (ὁ) :<br />passoire, crible ; <i>p. anal.</i> les cils.<br />'''Étymologie:''' p. *σηθμός, de [[σήθω]].
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἡθμός]];<br />οῦ (ὁ) :<br />passoire, crible ; <i>p. anal.</i> les cils.<br />'''Étymologie:''' p. *σηθμός, de [[σήθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠθμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> сито, решето, тж. фильтр Xen., Plut., Anth.: τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν погов. Arst. черпать решетом (о бесполезной работе);<br /><b class="num">2)</b> [[плетеная корзина]], [[лукошко]] (ψηφῖδας ἀπ᾽ ἠθμοῦ [[βαλεῖν]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠθμός:''' ὁ (ἤθω), στραγγιστήριο, [[διυλιστήριο]], σε Ευρ.· λέγεται για τις βλεφαρίδες, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἠθμός:''' ὁ (ἤθω), στραγγιστήριο, [[διυλιστήριο]], σε Ευρ.· λέγεται για τις βλεφαρίδες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠθμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> сито, решето, тж. фильтр Xen., Plut., Anth.: τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν погов. Arst. черпать решетом (о бесполезной работе);<br /><b class="num">2)</b> [[плетеная корзина]], [[лукошко]] (ψηφῖδας ἀπ᾽ ἠθμοῦ [[βαλεῖν]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἠθμός]], ὁ, [ἤθω]<br />a strainer, Eur.; of the eyelashes, Xen.
|mdlsjtxt=[[ἠθμός]], ὁ, [ἤθω]<br />a strainer, Eur.; of the eyelashes, Xen.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1156] ὁ (ἤθω), nach Schol. Ap. Rh. 1, 1294 ἡθμός, Geräth zum Durchseihen, Durchschlag, Sieb, Trichter; ἐνθέντες εἰς τὸ στόμα τοῦ κεραμίου τὸν καλούμενον ἠθμόν Arist. H. A. 4, 8; πολύτρητος Philp. 13 (VI, 101); Pherecr. bei Ath. XI, 480 b ἔγχει τ' ἐπιθεὶς τὸν ἠθμόν; vgl. Poll. 10, 108. – Xen. Mem. 1, 4, 6 nennt die Augenwimpern so. – Sprichwörtlich τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν, Arist. Oec. 1, 6; vgl. Ath. I, 24 e; – σχοίνινος, ein von Binsen geflochtenes Körbchen, um beim Spielen die Würfel hineinzuwerfen, = κημός, Cratin. beim Schol. Ar. Equ. 1147; vgl. τριχθαδίας ἀδόκητα βαλὼν ψηφῖδας ἀπ' ἠθμοῦ Agath. 72 (IX, 482).

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἡθμός;
οῦ (ὁ) :
passoire, crible ; p. anal. les cils.
Étymologie: p. *σηθμός, de σήθω.

Russian (Dvoretsky)

ἠθμός:
1) сито, решето, тж. фильтр Xen., Plut., Anth.: τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν погов. Arst. черпать решетом (о бесполезной работе);
2) плетеная корзина, лукошко (ψηφῖδας ἀπ᾽ ἠθμοῦ βαλεῖν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠθμός: ὁ, (Ἀττ. ἡθμός, (σήθω) (ἤθω), στραγγιστήριον, διυλιστήριον, Εὐρ. Ἀποσπ. 375, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 21 κ. ἀλλ.· ἰδίως οἴνου, Φερεκρ. Δουλοδ. 4· - παροιμ., τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν, ἐπὶ ματαιοπονίας, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 1· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6· - πρῶτον ἐν Ἐπιγρ. Ἀττικῇ εὑρεθείσῃ ἐν Σιγείῳ (Συλλ. Ἐπιγρ. 8), ἔνθα φέρεται ἡθμός, ἴδε Meisterh. Gramm. σ. 87· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1294. ΙΙ. ἠθμὸς σχοίνινος = κημός ΙΙΙ, Κρατῖν. Νομ. 13, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482, ΙΙΙ. = τὸ ἠθμοειδὲς ὀστοῦν, Γαλην. 2, σ. 58.

Greek Monolingual

ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός)
νεοελλ.
1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο
2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου του οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να απαλλαγεί από τις στερεές ουσίες που βρίσκονται εν αιωρήσει μέσα στη μάζα του ή γενικά είναι αναμεμιγμένα με αυτό, φίλτρο
3. φρ. α) «ηθμοί ακτίνων» — μικροί δίσκοι από αργίλιο ή ψευδάργυρο που χρησιμοποιούνται στην ακτινοθεραπεία
β) «φωτογραφικοί ηθμοί» — παραλληλεπίπεδα κιτρινόχροα διαφανή σώματα που τοποθετούνται μπροστά στον φωτογραφικό φακό για να απορροφούν τις κυανές ακτίνες
γ) «ηθμός μικροβιοκρατής» — φίλτρο που κατασκευάζεται από πορώδη υλικά και χρησιμοποιείται για να κατακρατεί με διήθηση ή απορρόφηση βακτήρια και σωματίδια μεγέθους χημικού μορίου από αέρια ή υγρά
αρχ.
(κυρίως για κρασί)
1. διάτρητο δοχείο που χρησιμοποιείται για στράγγιση, σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό
2. (συνεκδ. για τις βλεφαρίδες ως προφυλακτήρες τών ματιών) προφυλακτήρας, διυλιστήρας
3. μέρος παγίδων που χρησιμοποιούνται για τη σύλληψη χελιών
4. επιγρ. υδροφράκτης
5. το ηθμοειδές οστό
6. παροιμ. (λέγεται για ματαιοπονία) «τῷ ήθμῷ ἀντλεῖν» — το να αντλεί κανείς με σουρωτήρι
7. φρ. «ἠθμός σχοίνινος» — μικρό κάνιστρο πλεγμένο από σχοινί, στο οποίο οι παίκτες έριχναν τους πεσσούς, τα ζάρια ή τους κύβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθώ + κατάλ. -μος (πρβλ. παλμός, συνειρμός)].

Greek Monotonic

ἠθμός: ὁ (ἤθω), στραγγιστήριο, διυλιστήριο, σε Ευρ.· λέγεται για τις βλεφαρίδες, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἠθμός, ὁ, [ἤθω]
a strainer, Eur.; of the eyelashes, Xen.