ὄντα: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[εἰμί]]. | |btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[εἰμί]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄντα:''' τά [pl. к ὄν III] подлинно сущее, истинное бытие Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄντα:''' τά, πληθ. μτχ. ουδ. του [[εἰμί]] ([[sum]])·<br /><b class="num">I.</b> τα πράγματα που υπάρχουν [[τώρα]], τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· [[αλλά]] επίσης, [[πραγματικότητα]], [[αλήθεια]], ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> όσα έχει στην [[κατοχή]] του [[κάποιος]], [[περιουσία]], όπως το [[οὐσία]], σε Δημ. | |lsmtext='''ὄντα:''' τά, πληθ. μτχ. ουδ. του [[εἰμί]] ([[sum]])·<br /><b class="num">I.</b> τα πράγματα που υπάρχουν [[τώρα]], τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· [[αλλά]] επίσης, [[πραγματικότητα]], [[αλήθεια]], ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> όσα έχει στην [[κατοχή]] του [[κάποιος]], [[περιουσία]], όπως το [[οὐσία]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὄντα]], ων, τά, [pl. [[part]]. neut. of εἰμι (sum)]<br /><b class="num">I.</b> existing things, the [[present]], opp. to the [[past]] and [[future]]; but also, [[reality]], [[truth]], opp. to that [[which]] is not, Plat.<br /><b class="num">II.</b> that [[which]] one has, [[property]], like [[οὐσία]], Dem. | |mdlsjtxt=[[ὄντα]], ων, τά, [pl. [[part]]. neut. of εἰμι (sum)]<br /><b class="num">I.</b> existing things, the [[present]], opp. to the [[past]] and [[future]]; but also, [[reality]], [[truth]], opp. to that [[which]] is not, Plat.<br /><b class="num">II.</b> that [[which]] one has, [[property]], like [[οὐσία]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
τά, neut. pl. part. of εἰμί A (sum), the things which actually exist, the present, opp. the past and future, E.Hel.14; butalso, 2 reality, truth, opp. that which is not, Pl.Sph.263d; actual objects, σκιὰς τῶν ὄντων Id.R.532c, etc.; v. εἰμί. II that which one has, property, fortune (cf. οὐσία), D.18.102.
German (Pape)
[Seite 350] τά, part. praes. von εἰμί, w. m. s., das, was ist, sowohl das Gegenwärtige im Ggstz des Vergangenen u. Zukünftigen, als auch das, was wirklich ist, im Ggstz des Gedachten, das Wirkliche; auch das Vermögen, Hab und Gut, z. B. Dem. 18, 102.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ὄντα: τά [pl. к ὄν III] подлинно сущее, истинное бытие Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὄντα: τά, πληθ. οὐδ. μετοχ. τοῦ εἰμὶ (sum) πράγματα ὑπάρχοντα, παρόντα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα· ἀλλὰ καὶ, 2) τὰ ὄντως ὑπάρχοντα, ἡ ἀλήθεια κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μὴ ὄντα, σκιὰς τῶν ὄντων Πλάτ. Πολ. 532C, κτλ. ἴδε ἐν λέξ. εἰμί. ΙΙ. ὅ,τι ἔχει τις, περιουσία, ὡς τὸ ἡ οὐσία, Δη. 260. 12.
Greek Monotonic
ὄντα: τά, πληθ. μτχ. ουδ. του εἰμί (sum)·
I. τα πράγματα που υπάρχουν τώρα, τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· αλλά επίσης, πραγματικότητα, αλήθεια, ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ.
II. όσα έχει στην κατοχή του κάποιος, περιουσία, όπως το οὐσία, σε Δημ.
Middle Liddell
ὄντα, ων, τά, [pl. part. neut. of εἰμι (sum)]
I. existing things, the present, opp. to the past and future; but also, reality, truth, opp. to that which is not, Plat.
II. that which one has, property, like οὐσία, Dem.