ὁμοθάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui habite la même chambre, la même demeure.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάλαμος]].
|btext=ος, ον :<br />qui habite la même chambre, la même demeure.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάλαμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοθάλαμος:''' [[сожитель или сосед ййй]] (Νηρηῖδων Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοθάλᾰμος:''' [θᾰ], -ον, αυτός που ζει στο ίδιο [[δωμάτιο]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὁμοθάλᾰμος:''' [θᾰ], -ον, αυτός που ζει στο ίδιο [[δωμάτιο]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοθάλαμος:''' [[сожитель или сосед ййй]] (Νηρηῖδων Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμο-θάλᾰμος, ον,<br />[[living]] in the [[same]] [[chamber]] with [[another]], c. gen., Pind.
|mdlsjtxt=ὁμο-θάλᾰμος, ον,<br />[[living]] in the [[same]] [[chamber]] with [[another]], c. gen., Pind.
}}
}}

Revision as of 21:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοθάλᾰμος Medium diacritics: ὁμοθάλαμος Low diacritics: ομοθάλαμος Capitals: ΟΜΟΘΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: homothálamos Transliteration B: homothalamos Transliteration C: omothalamos Beta Code: o(moqa/lamos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, living in the same house, c. gen., Pi. P.11.2.

German (Pape)

[Seite 334] in demselben Gemache wohnend, Hausgenosse, Νηρηΐδων, Pind. P. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui habite la même chambre, la même demeure.
Étymologie: ὁμός, θάλαμος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοθάλαμος: сожитель или сосед ййй (Νηρηῖδων Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοθάλᾰμος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τῷ αὐτῷ θαλάμῳ ἢ ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ, μετὰ γεν., Πινδ. Π. 11. 4.

English (Slater)

ὁμοθᾰλᾰμος, -ον sharing a dwelling with c. gen. Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων (P. 11.2)

Greek Monolingual

ὁμοθάλαμος, -ον (Α)
αυτός που ζει στην ίδια οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θάλαμος (πρβλ. νεο-θάλαμος)].

Greek Monotonic

ὁμοθάλᾰμος: [θᾰ], -ον, αυτός που ζει στο ίδιο δωμάτιο μαζί με κάποιον άλλο, με γεν., σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὁμο-θάλᾰμος, ον,
living in the same chamber with another, c. gen., Pind.