ὑπεκπρορέω: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />couler sous <i>ou</i> dessous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκ]], [[προρέω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />couler sous <i>ou</i> dessous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκ]], [[προρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπρορέω:''' [[вытекать снизу]], [[протекать]] ([[ὕδωρ]] ὑπεκπρορέει Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπρορέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, ρέω, ξεχύνομαι [[κάτω]] από, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑπεκπρορέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, ρέω, ξεχύνομαι [[κάτω]] από, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπρορέω:''' [[вытекать снизу]], [[протекать]] ([[ὕδωρ]] ὑπεκπρορέει Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ρεύσομαι<br />to [[flow]] [[forth]] under, Od.
|mdlsjtxt=fut. -ρεύσομαι<br />to [[flow]] [[forth]] under, Od.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπρορέω Medium diacritics: ὑπεκπρορέω Low diacritics: υπεκπρορέω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΡΕΩ
Transliteration A: hypekproréō Transliteration B: hypekproreō Transliteration C: ypekproreo Beta Code: u(pekprore/w

English (LSJ)

flow up and out, of water running in and out of a rock-basin, ib.87.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. ῥέω), von unten heraus u. fortfließen, Od. 6, 87.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
couler sous ou dessous.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προρέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπρορέω: вытекать снизу, протекать (ὕδωρ ὑπεκπρορέει Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπρορέω: ἐκρέω κάτωθεν, πολὺ δὲ ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει Ὀδ. Ζ. 87 ἔνθα ὁ Εὐστ. σημειοῦται «ἐν τῷ ὑπεκπρορέειν ἡ μὲν ὑπὸ τὴν κάτωθέν ποθεν ἀνάδοσιν δηλοῖ τοῦ ὕδατος, ἡ δὲ ἐκ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, ἡ δὲ πρὸ τὴν αὐτοῦ πρόοδον».

English (Autenrieth)

flow forth from the depth below, Od. 6.87†.

Greek Monolingual

Α
εκρέω, αναβλύζω προς τα εμπρός («πολὺ δὲ ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπρορέω «αναβλύζω από το εσωτερικό»].

Greek Monotonic

ὑπεκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, ρέω, ξεχύνομαι κάτω από, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to flow forth under, Od.